Ο Σέλευκος, ένας από τους στρατηγούς και διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε βασιλιάς της Συρίας
και δημιούργησε ένα αχανές κράτος που περιελάμβανε όλες σχεδόν τις ασιατικές χώρες που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος.
Πρωτεύουσα αυτού του κράτους έγινε μια νέα πόλη, η Αντιόχεια, που ίδρυσε ο Σέλευκος γύρω στο 300 π.Χ. στη βόρεια Συρία, δίπλα στον ποταμό Ορόντη (σήμερα στη νότια Τουρκία).
Η πόλη ήταν μεγάλη, με φαρδείς δρόμους και επιβλητικά κτήρια, δεν έχουμε όμως για αυτήν πολλές πληροφορίες όπως για την Αλεξάνδρεια.
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο της πόλης, οι πρώτοι οικιστές της Αντιόχειας ήταν
που ο Κάσος, γιος του Ινάχου, είχε εγκαταστήσει στο παρακείμενο φρούριο μαζί με μερικούς Κύπριους.
Στην πόλη επίσης μετοίκησαν με προτροπή του Σελεύκου και οι Αργείοι κάτοικοι της Ιόπολης, προγενέστερου οικισμού του Σιλπίου, που χρονολογούνταν από τα χρόνια του Τρωικού πολέμου.
Οι Αργείοι κατείχαν τιμητική θέση στην τοπική κοινωνία, λόγω της αρχαιότητάς τους.Γρήγορα στην πόλη συνέρευσαν και αυτόχθονες κάτοικοι συριακής καταγωγής.
Η ακρόπολη της πόλης βρισκόταν ψηλά στο όρος Σίλπιο.
Η ελληνιστική πόλη, χτισμένη κατά το ιπποδάμειο σύστημα, απλωνόταν κυρίως στην ανατολική όχθη του Ορόντη. Ο σχεδιασμός ήταν ιδιαίτερα μελετημένος, καθώς φαίνεται να είχαν ληφθεί υπόψη τα καιρικά φαινόμενα και η πορεία του ήλιου:
Η πόλη της Αντιόχειας, έγινε το πεδίο ανταλλαγής πνευματικών και καλλιτεχνικών κατακτήσεων μεταξύ της Μεσοποταμίας, της Περσίας και της Ελλάδας.
Ό,τι λοιπόν δεν έγινε με βασιλική προστασία πραγματοποιήθηκε με την ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Η Αντιόχεια βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων αυτών και διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερο πνευματικό και πολιτιστικό κλίμα.
Η επίσημη παιδεία βέβαια βασιζόταν στα ελληνικά πρότυπα. Η νεολαία της Αντιόχειας φοιτούσε σε σχολές ρητορικής και φιλοσοφίας και γυμναζόταν στα γυμνάσια.
Ο Κόμμοδος, καθιέρωσε την τέλεση και Ολυμπιακών Αγώνων, που είχαν ενδεχομένως μεγαλύτερη αίγλη και από αυτούς της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Όσον αφορά τις καλλιτεχνικές επιδόσεις, τα υστερορωμαϊκά ψηφιδωτά της πόλης μαρτυρούν μια μακροχρόνια παράδοση, η οποία είχε φτάσει στο απόγειό της.
Αντιοχείς, και γενικότερα Σύροι, ψηφοθέτες μετακαλούνταν σε όλα τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, για να κοσμήσουν με τα έργα τους δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα.
Η τέχνη αυτή δεν παρήκμασε ούτε και με την αραβική κατάκτηση. Τα θαυμαστά ψηφιδωτά στο τζαμί των Ομεϊάδων της Δαμασκού μαρτυρούν ότι οι ψηφοθέτες αυτοί εξακολούθησαν να χαίρουν της υψηλής πατρωνίας των κρατούντων μέχρι τουλάχιστον τον 8ο αιώνα.
Και η γλυπτική και μικρογλυπτική ωστόσο ασκούνταν με μεγάλη επιτυχία, όπως φαίνεται από τις σαρκοφάγους
Στο πεδίο της φιλοσοφίας και της διανόησης η Αντιόχεια υπήρξε πατρίδα ή έδρα σημαντικών διανοητών, τόσο εθνικών όσο και χριστιανών.
Από τον 3ο αιώνα και εξής, διαμορφώθηκε ένα ευρύτερο πνευματικό κλίμα το οποίο είναι γνωστό ως σχολή της Αντιόχειας, με βασικό συστατικό στοιχείο την αναλυτική σκέψη,
η οποία επηρέασε όχι μόνο τους σημαντικότερους εκπροσώπους της χριστιανικής διανόησης αλλά και τους οπαδούς της κλασικής παιδείας.
Το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο και εικόνιζε μια ώριμη γυναίκα, ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο, που φορούσε στο κεφάλι ένα πυργόμορφο στέμμα και καθόταν επάνω σε έναν βράχο
πηγή πληροφοριών : http://asiaminor.ehw.gr/
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook