Ήταν ο μεγαλύτερος γιος μίας ευκατάστατης, αλλά θρησκόληπτης και συντηρητικής οικογένειας, η οποία δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει την ευφυΐα και την ιδιαιτερότητα του.
Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του σπουδάζει θεολογία και γίνεται κήρυκας σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο.
Επισκέπτεται τον αδερφό του Θίο στο Παρίσι, όπου έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές
Εντγκάρ Ντεγκά,
Καμίλ Πισαρό,
Πωλ Γκωγκέν
και Τουλούζ Λωτρέκ.
Το 1888 αποφασίζει να μετακομίσει στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας για να αφιερωθεί σ’ αυτήν.
Στην Αρλ δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν.
Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας του, ο Βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού.
Μετά τον τραυματισμό του, ο Βαν Γκογκ νοσηλεύεται για μικρό χρονικό διάστημα σε ένα γαλλικό νοσοκομείο.
Στο άσυλο βρίσκεται σε περίοδο καλλιτεχνικής έξαρσης, ζωγραφίζοντας έναν πίνακα την ημέρα. Δεν καταφέρνει πότε να επανέλθει πλήρως.
Είναι μία από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους.
Το 1901 έγινε έκθεση στο Παρίσι και μέχρι το 1915 τα έργα του ήταν περιζήτητα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης.
Τα τοπία που ζωγράφισε με την ιδιαίτερη τεχνική και τα ζωντανά χρώματα είναι σημείο αναφοράς.
Συνολικά ζωγράφισε πάνω από 800 πίνακες,που η σημερινή τους αξία είναι μυθική.