Η Ιερουσαλήμ είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της παγκόσμιας ιστορίας. Την ίδρυσαν οι Καναανίτες το 2000 π.Χ. Το 1400 π.Χ. ήταν υποτελής στον Φαραώ της Αιγύπτου. Το 1000 π.Χ. ο Δαβίδ την έκανε πρωτεύουσα του Ισραηλιτικού έθνους κι αργότερα ο Σολομώντας έχτισε εκεί τον περίφημο ναό του για τη λατρεία του Θεού των Εβραίων, καθιστώντας την και θρησκευτικό κέντρο.
Όταν ο Σολομώντας πέθανε και το κράτος του Ισραήλ χωρίστηκε στα δύο, η Ιερουσαλήμ ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα. Η πόλη πέρασε στα χέρια των Βαβυλωνίων το 586 π.Χ. οπότε και καταστράφηκε μαζί με τον ναό του Σολομώντα. Στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή των Περσών, των Ελλήνων και των Ρωμαίων γνωρίζοντας και άλλες καταστροφές, αλλά πάντοτε αναστηλωνόταν.
Χωριζόταν σε τρεις επαρχίες: στη Γαλιλαία, στη Σαµάρεια και στην Ιουδαία. Η ονοµασία Παλαιστίνη οφείλεται στους Φιλισταίους.
Ονοµαζόταν και Χώρα των Ισραηλιτών
Το απόγευμα προς βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας αλλά και της Μεγάλης Τρίτης, ψάλλεται η Ακολουθία του Νυμφίου και ο Όρθρος της επόμενης μέρας και το Μεγάλο Απόδειπνο λίγο νωρίτερα τις πρώτες απογευματινές ώρες, ενώ τα πρωινά γίνεται η προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Τα τροπάρια που ψέλνονται είναι το «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται» και το «Τὸν Νυμφῶνὰ σου βλέπω» Είναι η παραβολή ” των δέκα παρθένων ”
Έτσι το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας ακούμε τις παραβολές των Δέκα Παρθένων και των Δέκα Ταλάντων.
Η παραβολή ειπώθηκε από τον Ιησού στους μαθητές του όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα. Ο Ιησούς ξεκινάει παρομοιάζοντας τη Βασιλεία των Ουρανών με τις δέκα παρθένες. «Η Βασιλεία των Ουρανών θα μοιάζει με δέκα παρθένες που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν να συναντήσουν τον γαμπρό.
Πέντε από αυτές ήταν μωρές, ανόητες, και πέντε φρόνιμες». Σύμφωνα με την παραβολή, ένα βράδυ δέκα παρθένες θα υποδέχονταν τον Νυμφίο κρατώντας ένα λυχνάρι. Ωστόσο, μόνο οι πέντε είχαν φροντίσει να έχουν μαζί τους λάδι, λέγοντας η κάθε μια: «Μπορεί και ν’ αργήσει, μπορεί και να έρθει στην ώρα του. Εγώ όμως πρέπει να είμαι έτοιμη»….
Οι πέντε ανόητες παρθένες έφυγαν για να αγοράσουν λάδι, όμως στο μεταξύ ο γαμπρός είχε έρθει και οι υπόλοιπες παρθένες μπήκαν μαζί του στο γαμήλιο συμπόσιο. Όταν οι ανόητες παρθένες επέστρεψαν, χτύπησαν την πόρτα. “Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας!”, είπαν και εκείνος αποκρίθηκε: “Αλήθεια σας λέω, δεν σας γνωρίζω”». Η παραβολή ολοκληρώνεται με τον Ιησού να λέει στους μαθητές του: «Γι’ αυτό, να είστε σε εγρήγορση, επειδή δεν γνωρίζετε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα»….
Κάποιος άνθρωπος επρόκειτο να ταξιδεύσει. Κάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του. Σε άλλον έδωσε πέντε τάλαντα, σε άλλον δύο και σε άλλον ένα· στον καθένα ανάλογα με τη δυνατότητα, την ικανότητα που είχε να τα αξιοποιήσει, και αναχώρησε αμέσως. Εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα τα δούλεψε και κέρδισε άλλα πέντε. Παρόμοια και εκείνος που πήρε τα δύο, κέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που πήρε το ένα, πήγε, έσκαψε στη γη και το έκρυψε.
Ύστερα από πολύ καιρό επέστρεψε ο κύριος των δούλων και τους ζήτησε λογαριασμό. Παρουσιάστηκε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα και προσφέροντας άλλα πέντε είπε: «Κύριε, πέντε τάλαντα μου έδωσες, να, άλλα πέντε κέρδισα». Ευχαριστημένος ο κύριος του είπε: «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ.
Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσεις ανάλογα· και το ελάχιστο που θα έπρεπε να κάνεις ήταν να καταθέσεις το χρήμα μου στους τραπεζίτες, ώστε όταν επιστρέψω να το πάρω μαζί με τον τόκο. Πάρτε λοιπόν το τάλαντο και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα· διότι στον καθένα που έχει θα του δοθούν και άλλα και θα του περισσεύσουν, ενώ απ’ εκείνον που δεν έχει και το λίγο που έχει θα του αφαιρεθεί. Τον άχρηστο δε δούλο πάρτε τον από δω και βάλτε τον στον πιο σκοτεινό τόπο, όπου θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών».
Σε όλους μας έχει δώσει τάλαντα, χαρίσματα. Και χαρίσματα του Θεού δεν είναι μόνο οι ιδιαίτερες ικανότητες που μπορεί κάποιος να έχει, αλλά κάθε τι που είμαστε και κάθε τι που μας περιβάλλει.
Είναι μεγάλο και βασικό λάθος το να θεωρούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο σαν κάτι αυθύπαρκτο και αυτονόητο, το να μη τον βλέπουμε δηλαδή ως δημιούργημα και προσφορά της αγάπης του Θεού.
Και οι δυο παραβολές έχουν κάτι να μας διδάξουν και πρέπει όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά να τις κατανοήσουν .
Η Κασσιανή εμπνεύστηκε αυτό το τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που δεν αναφέρονται στη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα, τη μοιχαλίδα, που ο Χριστός έσωσε από βέβαιο λιθοβολισμό του έξαλλου πλήθους των Φαρισαίων για το ηθικό της παράπτωμα, με εκείνα τα λόγια Του:
«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν». Και όταν αργότερα ο Ιησούς βρέθηκε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού, η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα αισθάνεται την ανάγκη να πάη να εκφράση την ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή της στον Σωτήρα Χριστό. Αγοράζει αρώματα, ντύνεται ταπεινά και σεμνά και ταπεινωμένη και συντετριμμένη, με δάκρυα στα μάτια, έρχεται και πλένει τα πόδια του Ιησού και τα σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τα δάκρυά της εκείνα ήταν δάκρυα ελέους και συντριβής και κλαίει με πάθος να την ευσπλαχνιστή ο Θεός της αγάπης και της συγχώρεσης.
Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, η Κασσιανή έζησε το 800 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Περιγράφεται ως μια πανέμορφη γυναίκα που παραλίγο να παντρευτεί τον αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Όταν η μητριά του αυτοκράτορα, Ευφροσύνη, διοργάνωσε μια τελετή για την επιλογή της νύφης του γιου της, η Κασσιανή πήρε μέρος στην τελετή. Ο Θεόφιλος θα διάλεγε την κοπέλα που επιθυμούσε δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο. Αφού κοίταξε προσεκτικά όλες τις νεαρές γυναίκες, πλησίασε την Κασσιανή και της είπε: «Από μια γυναίκα ήρθαν στον κόσμο όλα τα κακά».
Η Κασσιανή, η οποία ήταν πιστή χριστιανή του απάντησε: «Και από μια γυναίκα πηγάζουν όλα τα καλά», κάνοντας αναφορά στην Παναγία. Ο αυτοκράτορας εντυπωσιάστηκε από την ευστροφία της, όμως η αυθάδεια της δεν έπρεπε να επιβραβευθεί, γι’αυτό έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα.
Η Κασσιανή δεν παντρεύτηκε ποτέ και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην πίστη της. Έχτισε να μοναστήρι, όπου ζούσε σαν μοναχή, γράφοντας ποιήματα και ύμνους.
Σύμφωνα με την παράδοση, πέρασαν αρκετά χρόνια, και ο Θεόφιλος, ο οποίος δεν ξέχασε ποτέ την Κασσιανή, αποφάσισε να την επισκεφτεί στο μοναστήρι. Όταν έφτασε στη μονή, η μοναχή που βρισκόταν στο κελί της και έγραφε το «τροπάριο» κρύφτηκε σε μια ντουλάπα. Πάνω στο τραπέζι είχε ξεχάσει το χαρτί της, το οποίο βρήκε ο Θεόφιλος και έγραψε τον στίχο «»ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη», δηλαδή «αυτά τα πόδια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό τα άκουσε να περπατάνε, από τον φόβο της κρύφτηκε».
Η Κασσιανή κράτησε τον στίχο και τον συμπεριέλαβε στο «τροπάριο της Κασσιανής» που ψάλλεται κάθε Μεγάλη Τρίτη στην εκκλησία και ξεκινάει με τον στίχο: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή..»
Εμείς σήμερα θα κάνουμε μια περιήγηση στην Ιερουσαλήμ με τρισδιάστατη παρουσίαση , εκεί που ξεκίνησε η βίβλος ,μπορούμε να ακούσουμε τις δυο παραβολές , των δέκα παρθένων και των δέκα ταλάντων. . και να δούμε ένα μικρό απόσπασμα από την μοιχαλίδα γυναίκα .
Ακολουθήστε την παρέα μας στο Facebook