Ο θεσμός της προίκας έχει πανάρχαιες ρίζες. Τον συναντάμε από την ομηρική εποχή ως και τις μέρες μας εθιμοτυπικά πλέον
Ο όρος «προίκα» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «προίξ», που σημαίνει περιουσιακά στοιχεία.
Αλλού συναντούμε τη λέξη «φερνή» που σημαίνει προίκα.
Στην ομηρική εποχή γίνονται γάμοι μεταξύ ευγενών είτε με εξαγορά της νύφης, είτε με αγώνες ανάμεσα σε ευγενείς και έπαθλο τη νύφη ( αγώνες για την Ωραία Ελένη), είτε με αρπαγή γυναικών (ωραία Ελένη- Πάρης).
Συνήθως ο άνδρας ήταν εκείνος που έδινε προίκα στα ομηρικά χρόνια, αλλά και η γυναίκα κάποιες φορές.
Στην αρχαία Αθήνα πριν το γάμο ο πατέρας της νύφης και ο γαμπρός έκαναν ένα είδος προφορικού συμβολαίου (κάτι σαν αρραβώνα) ενώπιον μαρτύρων, την «εγγύη» ή «εγγγύησιν».
Σύμφωνα με την «εγγύη» καθοριζόταν η προίκα και η κυριότητα της κόρης περνούσε από τον πατέρα στον μέλλοντα σύζυγο.
Στη συνέχεια γινόταν η «πομπή», η έκδοση, δηλαδή η μεταφορά της προίκας στο σπίτι του γαμπρού.
Στα πρώτα ρωμαϊκά χρόνια η προίκα ήταν απλώς ηθική υποχρέωση του γονιού ως αποζημίωση προς το γαμπρό που γίνεται ο κύριος της κόρης.
Από το 2ο αι. μ. Χ. καθιερώνεται το συμβολαιογραφικό έγγραφο της προίκας. Το ρωμαϊκό προικώο συμβόλαιο περιλαμβάνει πολλές φορές, εκτός από την κύρια προίκα, και τα «παράφερνα», δηλαδή περιουσιακά στοιχεία της γυναίκας που απλώς διαχειριζόταν ο άνδρας.
Ο θεσμός της προίκας με το πέρασμα των χρόνων καθιερώθηκε στα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Ο γάμος αποτελούσε εμπορική συμφωνία και τα κορίτσια ήταν το προϊόν πώλησης.
Όση περισσότερη προίκα είχε μία κοπέλα τόσο πιο περιζήτητη νύφη ήταν.
Πολλές οικογένειες άρχιζαν από νωρίς να ετοιμάζουν τα προικιά.
Ασπρόρουχα, εσώρουχα,
χαλιά, κιλίμια, χράμια, κουβέρτες,
λινά, δαντέλες, κεντήματα,
σερβίτσια, φαγιάντσες, πορσελάνες, ασημικά, κρύσταλλα, μαγειρικά σκεύη·
όλα ανάλογα με την οικογένεια, τη σειρά της και τα ήθη του τόπου.
Άλλες τα έφτιαχναν με τα ίδια τους τα χέρια και με πολλά κοπιαστικά νυχτέρια και άλλες τα παράγγελναν σε τεχνήτρες.
Πάντως αστικές ή αγροτικές οικογένειες, πλούσιες ή φτωχές έπρεπε να μεριμνήσουν για τα προικιά και για την προίκα.
Πόσοι άντρες δεν αποφάσισαν να παντρευτούν με μόνο κριτήριο την προίκα και πόσες κοπέλες δεν έκαναν έναν αταίριαστο γάμο μόνο και μόνο για να μη μείνουν γεροντοκόρες.
Πόσες πλούσιες οικογένειες δεν αγόρασαν τον κατάλληλο σύζυγο για το κορίτσι τους και πόσες κοπέλες δεν έμειναν τελικά στο ράφι, γιατί δεν είχαν προίκα ή δεν είχαν όση προίκα γύρευε ο γαμπρός.
Αν δεν την έχετε δει , σας την προτείνω. Εκεί λοιπόν ο υποψήφιος γαμπρός , το ‘’κελεπούρι’’ που λέμε.. πάει κι έρχεται για να μάθει αν ο Φανούρης βρήκε τις δέκα λίρες που έλειπαν για να συμπληρωθούν οι τριακόσιες που ζητούσε να του δώσουν προίκα,
για να πάρει την αδερφή του Φανούρη. Αλλιώς θα έπαιρνε μια χήρα που του έδινε τετρακόσιες.
Ο Αστικός Κώδικας περιλάμβανε μία σειρά διατάξεων περί προικός, που με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και την κατάργηση της προίκας το 1982, έχουν καταργηθεί κι αυτές (ευτυχώς).
Σίγουρα θα έχετε ακούσει για τον πατέρα που είχε πέντε κόρες και τις πάντρεψε όλες με μια αγελάδα… Την έδινε στον έναν γαμπρό , γινόταν ο γάμος , πήγαινε έλεγε δάνεισε μου την αγελάδα να την τάξω προίκα στο νέο γαμπρό και μόλις μπορέσω θα σου αγοράσω εένα άλλη … Με αυτά και με εκείνα , από τον έναν την έπαιρνε στον άλλον την έδινε τις πάντρεψε τις κοπέλες του.
Φυσικά δεν ήταν όλοι οι γαμπροί συμφεροντολόγοι. Υπήρχαν κι εκείνοι που είχαν ήθος, πεποίθηση στον εαυτό τους και βάσιζαν την εκλογή της συντρόφου στον χαρακτήρα, στα προσόντα και στα ειλικρινή αισθήματα.
Ο νόμος πρόβλεπε ότι ο χωροφύλακας έπρεπε να πάρει προίκα 45 χιλιάρικα παγκουί (ή σπίτι ή χωράφι αυτής της αξίας), έτσι ώστε να έχει οικονομική άνεση και να μην «είναι ευάλωτος σε πιέσεις».
Υπήρξαν κάποιοι χωροφύλακες ερωτευμένοι στο φουλ, που παντρεύτηκαν κρυφά με τον κίνδυνο πάντα να τους ανακαλύψουν, να τους περάσουν από συμβούλιο και να τους αποτάξουν.
Παλιότερα τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Πριν από τις προσπάθειες της πρώτης Ελληνίδας βουλευτίνας Ελένης Σκούρα*, που εκλέχτηκε τον Ιανουάριο του 1952 και κατάφερε να τροποποιήσει κάπως τις ισχύουσες διατάξεις,
Υπήρχαν όμως και κάποιοι που ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν προίκα για να πάρουν τη νύφη.
Πατρικό δικαίωμα ή αγαρλίκι, ήταν ένας εθιμικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο
ο μελλόνυμφος ή ο πατέρας του έδινε στον πατέρα της νύφης ένα ποσό για να τον αποζημιώσει για τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί για την ανατροφή της κόρης του και που του στερούσε τη θυγατέρα του (για την ακρίβεια τα εργατικά της χέρια).
— Καλή δεν είν’ η νύφ’; ρώτησαν έναν Καραγκούνη πεθερό.
— Στο θέρο θα δείξει.
Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν πριν από την έναρξη των γεωργικών εργασιών, οπότε υπήρχε ανάγκη για πολλά εργατικά χέρια ή μετά το τέλος τους το φθινόπωρο ώστε να μειωθούν τα στόματα που ήταν υποχρεωμένος να ταΐζει ο πατέρας της νύφης.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γαμπρός δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να δώσει αγαρλίκι.
Παράλληλα όμως οι δουλειές έτρεχαν και λόγω της έλλειψης των εργατικών χεριών άρχιζαν οι απαγωγές, καθώς και γάμοι με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Τις διαφορές που ανέκυπταν (λόγω υπαναχώρησης ή θανάτου ενός από τους δύο) έλυναν τα δικαστήρια.
σύμφωνα με τον οποίο ο μέλλων γαμπρός πρόσφερε στη μέλλουσα νύφη διάφορα δώρα πριν από τον γάμο.
πηγή πληροφοριών: https://tetysolou.wordpress.com/
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook