Πήλιο: Ζαγορά & Τσαγκαράδα οι δαντέλες του Πηλίου
21 Ιουλίου 2021
Το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και …ένα συμπόσιο…
23 Ιουλίου 2021

Αυτό που έμεινε αναλλοίωτο στους αιώνες …

Ένα πράγμα που έμεινε αναλλοίωτο στο πέρασμα των αιώνων και που χαρακτηρίζει τους Έλληνες είναι η… ταβέρνα! 

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνται οι εφευρέτες του κρασιού, αλλά και της ταβέρνας και γενικά των κέντρων διασκέδασης.

Στην αρχαία Αθήνα, τα καπηλειά ήταν τόσο πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του,

θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα.

Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του.

– Αν το κάνεις αυτό, του είπαν, θα στερήσεις το λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος (πόλη) από ένα έσοδο. Ίσως, μάλιστα, το σπουδαιότερο έσοδό του.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, «κάπηλος» ονομαζόταν ο μικροπωλητής, ενώ το ρήμα «καπηλεύω» σήμαινε κάνω εμπόριο.

Στην κλασσική αρχαία Ελλάδα, «καπηλείον» ονομαζόταν το κατάστημα πώλησης διαφόρων ειδών πρώτης ανάγκης

αλλά και αντίστοιχων υπηρεσιών επίσης.

Το καπηλείον λοιπόν ή καπηλειό όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, ξεκίνησε ως μαγαζί τροφίμων, ποτών, ένα είδος παντοπωλείου, αλλά και ως πανδοχείο.

Με μια ιστορία που κρατάει πάνω από 2.500  χρόνια, η παραδοσιακή ελληνική ταβέρνα ,

 ξεκινά  από την αρχαία Ελλάδα και περνά στα καπηλειά και στα «μαγέρικα» του Βυζαντίου, για να φτάσει ως τι μέρες μας.

Οι λέξεις «κάπηλος» και «καπηλείον» ή «καπηλειό» μεταφέρθηκαν αυτούσια στην Βυζαντινή ελληνική.

Στο Βυζάντιο τα καπηλειά ήταν σε πλήρη ανυποληψία.

Οι καθωσπρέπει άνθρωποι δεν τολμούσαν να μπουν εκεί μέσα διότι κινδύνευαν να ληστευθούν αλλά να χάσουν και την καλή φήμη τους,

ενώ απαγορευόταν δια ροπάλου η είσοδος σε ρασοφόρους, ακόμα και για να φάνε.

 Ο παπάς που μπαινόβγαινε σε τέτοια καταγώγια αφοριζόταν, ενώ ο καλόγερος που συλλαμβάνονταν εκεί μέσα διώχνονταν από το μοναστήρι.

Οι Παλαιολόγοι μάλιστα, επειδή η πελατεία τέτοιων μαγαζιών αυξανόταν συνεχώς, έβαλαν ειδικό φόρο το «καπηλειατικόν».

O Βυζαντινός; άνθρωπος, γήινος και γλεντζές, φίλος του κρασιού και του φαγητού, σύχναζε και διασκέδαζε σε λαϊκές ταβέρνες και καπηλειά, με κρασί και χορευτικά θεάματα.

 Πέρα από το φαγητό και το πιοτό, η ταβέρνα αποτελούσε χώρο

συνάντησης,
γνωριμιών,
 συζητήσεων και σχολίων
 αλλά και διαμάχης για πολιτικά,
θρησκευτικά
και τοπικά θέματα. 
Η λέξη ταβέρνα προέρχεται από τη λατινική «taberna», που ήταν ένα είδος πανδοχείου εγκατεστημένο

επάνω σε στρατιωτικούς δρόμους όπως η εγνατία οδός,  εκεί όπου οι στρατιώτες και οι διάφορες  αποστολές έβρισκαν κατάλυμα, τροφή, ποτό και ορισμένες φορές γυναικεία  συντροφιά.

Αυτού του είδους οι ταβέρνες οι οποίες σιγά – σιγά αναπτύχθηκαν και μέσα στις πόλεις κατά τη περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ονομάστηκαν και “καπηλεία” όρος ο οποίος προέρχεται από την από την αρχαία Ελλάδα.

Γενικά, ο θαμώνας  του καπηλείου στο Βυζάντιο ονομαζόταν καπηλοδύτης και η εργαζόμενη σε αυτό γυναίκα, καπηλίς.

Το επάγγελμα αυτό όμως εθεωρείτο κακό, γιατί ο σκανδαλώδης βίος των γυναικών και οι ύποπτες υπηρεσίες που πρόσφεραν σε κάποιες κακόφημες ταβέρνες στους θαμώνες,

έδωσαν το περιθώριο να ταυτίζονται τα καπηλεία και με τα πορνεία.

Έτσι, λοιπόν, μια άλλη ονομασία ήταν και πορνοκαπηλεία.

Στη βυζαντινή εποχή, κάπηλος ή ταβερνιάρης ήταν ο διευθυντής του καπηλείου ή ταβερνείου και καπήλισσα ή ταβερνιάρισσα, η γυναίκα.

Ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός είχε βάλει ωράριο στα καπηλειά, απαγορεύοντας τη λειτουργία τους

όταν γινόταν λειτουργία στις εκκλησίες,
ενώ είχε απαγορεύσει να έχουν εμφανή είσοδο από τους κεντρικούς δρόμους.
Σφράγισε τις κεντρικές πόρτες και επέτρεπε μόνο τις πλαϊνές εισόδους από σοκάκια,
ενώ υποχρέωσε τους ταβερνιάρηδες να σκεπάζουν την είσοδο με πανί,
ώστε περνώντας οι διαβάτες να μη βλέπουν τα αίσχη που γίνονταν στο εσωτερικό. 

Η εξάπλωση των βυζαντινών καπηλείων ήταν αλματώδης, γεγονός που οφείλεται στην πληθυσμιακή έκρηξη των αστικών κέντρων.

Παρά τις αγορανομικές διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου, δημιουργήθηκαν διάφορα άλλα συγγενή καταστήματα,

τα λεγόμενα φουσκαρεία ή πουσκαρεία (νοθευτήρια) και σικεροποτεία (φτηνά ποτά) και ανάλογα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων οι θερμοπώλες και οι προπουματάδες.

Ειδικά οι επιχειρηματίες των σικεροποτείων, των φτηνών δηλαδή ποτών, αποσκοπούσαν στην προσέλκυση πελατών από τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις

οι οποίες δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν καλής ποιότητας ποτά λόγω κόστους…

Το πρόπομα,  ήταν η προ του φαγητού πόση ορεκτικών ποτών και, προφανώς,

οι προποματείς ήταν οι έμποροι και οι πωλητές αυτών των προϊόντων.

Οι ειδήμονες της αρχαιοελληνικής αλλά και της βυζαντινής οινοποσίας, γνώριζαν τις επιπτώσεις της μέθης που οδηγούσε  η μεγάλη κατανάλωση ποτών στο καπηλείο.

Για να αντιμετωπίσουν την μέθη, συνήθιζαν παράλληλα  να τρώνε θερμοκύαμους ένα είδος οσπρίου μεταξύ θέρμου και κυάμου,

δηλαδή κουκιού, καθώς και άλλα είδη οσπρίων (ψημένα ρεβίθια και λούπινα).

Πέρα από τα θερμοτραγήματα, που αναφέρονται στην κατανάλωση θέρμων και άλλων λιχουδιών ή μεζέδων

οι θερμοπώλες πήραν το όνομα αυτό από την ευρύτερη δραστηριότητά τους, στην οποία συγκαταλέγεται και η πώληση θερμών ποτών.

Μάλιστα υπήρχαν και ειδικά ποτήρια για την κατανάλωσή τους, όπως η θερμοποτίς.

Θερμό ποτό εθεωρείτο το ζεστό κρασί  με πιπέρι ή άλλα αρωματικά και το έπιναν ιδιαίτερα στη Κωνσταντινούπολη και σε άλλες βόρειες περιοχές ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες.

Δεν έλλειπαν και οι συμπλοκές..

Οι συμπλοκές και οι κλοπές, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες, υπήρξαν οι βασικοί λόγοι που ανάγκασαν την αυτοκρατορική διοίκηση

να φροντίσει για τον φωτισμό των δρόμων και των καταστημάτων στις μεγάλες πόλεις.

Στην εποχή του Θεοδοσίου, στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα, ο έπαρχος Κύρος διέταξε να φωτίζονται τα σπίτια, τα καταστήματα και οι δρόμοι της πρωτεύουσας.

Ανακαλύψεις
Ο Αμερικάνος αρχαιολόγος Τ. Λέσλι Σιρ τζούνιορ βρήκε μια αρχαία ελληνική ταβέρνα στην αρχαία αγορά της Αθήνας τη δεκαετία του ΄70.

Κατάλοιπα από τροφές αλλά και πολλά αγγεία για το κρασί ήταν οι αποδείξεις της ύπαρξης του αρχαίου καπηλειού.

Σε ένα πηγάδι που σταμάτησε να λειτουργεί έριχνε ο αρχαίος ταβερνιάρης τα… σκουπίδια του. 

Από εκεί πήραν πολύτιμες πληροφορίες για το φαγητό και το κρασί που προτιμούσαν οι άνθρωποι 2.400 χρόνια πριν.

Και οι συνήθειες δεν διαφέρουν πολύ από τις σημερινές.
Κόκκαλα από αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα και γουρούνια, θαλασσινά (αχιβάδες, στρείδια, μύδια) και ψαροκόκκαλα βρέθηκαν στο πηγάδι.
Καλό κρασί από την Σάμο, την Λέσβο, την Κόρινθο αλλά και την Αττική έδειξαν οι αμφορείς που ανακαλύφθηκαν.

Κατσαρόλες, ψησταριές, πιάτα, μπολ, γουδιά, αλατιέρες, ό,τι δηλαδή χρειάζεται ένας ταβερνιάρης για να κάνει τη δουλειά του.

Οι συνήθειες δεν άλλαξαν, καθώς οι πελάτες έπιναν πολύ και καλό κρασί και έτρωγαν τους εκλεκτούς μεζέδες .

Αξίζει να σημειώσουμε ότι βρέθηκε και στην Πομπηία ένα άθικτο «θερμοπωλείο», το οποίο έχουμε τη δυνατότητα να το δούμε στο παρακάτω βίντεο.

Ένα λοιπόν ένα πράγμα που έμεινε αναλλοίωτο στους αιώνες είναι πέρα από την ταβέρνα , το κέφι, η διασκέδαση και το καλό ,πολύ και καλό φαγητό συνοδευόμενο από κρασί ..

Ελάτε στην παρέα της ”Γωνιά Χαλάρωσης” στο Facebook

πηγή πληροφοριών: greekhistoryandprehistory.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *