Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνται οι εφευρέτες του κρασιού, αλλά και της ταβέρνας και γενικά των κέντρων διασκέδασης.
Στην αρχαία Αθήνα, τα καπηλειά ήταν τόσο πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του,
θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα.
Έπεσαν, όμως, στη μέση οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του.
– Αν το κάνεις αυτό, του είπαν, θα στερήσεις το λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος (πόλη) από ένα έσοδο. Ίσως, μάλιστα, το σπουδαιότερο έσοδό του.
Στην κλασσική αρχαία Ελλάδα, «καπηλείον» ονομαζόταν το κατάστημα πώλησης διαφόρων ειδών πρώτης ανάγκης
αλλά και αντίστοιχων υπηρεσιών επίσης.
Το καπηλείον λοιπόν ή καπηλειό όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, ξεκίνησε ως μαγαζί τροφίμων, ποτών, ένα είδος παντοπωλείου, αλλά και ως πανδοχείο.
Οι λέξεις «κάπηλος» και «καπηλείον» ή «καπηλειό» μεταφέρθηκαν αυτούσια στην Βυζαντινή ελληνική.
Στο Βυζάντιο τα καπηλειά ήταν σε πλήρη ανυποληψία.
Οι καθωσπρέπει άνθρωποι δεν τολμούσαν να μπουν εκεί μέσα διότι κινδύνευαν να ληστευθούν αλλά να χάσουν και την καλή φήμη τους,
ενώ απαγορευόταν δια ροπάλου η είσοδος σε ρασοφόρους, ακόμα και για να φάνε.
Ο παπάς που μπαινόβγαινε σε τέτοια καταγώγια αφοριζόταν, ενώ ο καλόγερος που συλλαμβάνονταν εκεί μέσα διώχνονταν από το μοναστήρι.
O Βυζαντινός; άνθρωπος, γήινος και γλεντζές, φίλος του κρασιού και του φαγητού, σύχναζε και διασκέδαζε σε λαϊκές ταβέρνες και καπηλειά, με κρασί και χορευτικά θεάματα.
Πέρα από το φαγητό και το πιοτό, η ταβέρνα αποτελούσε χώρο
επάνω σε στρατιωτικούς δρόμους όπως η εγνατία οδός, εκεί όπου οι στρατιώτες και οι διάφορες αποστολές έβρισκαν κατάλυμα, τροφή, ποτό και ορισμένες φορές γυναικεία συντροφιά.
Αυτού του είδους οι ταβέρνες οι οποίες σιγά – σιγά αναπτύχθηκαν και μέσα στις πόλεις κατά τη περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ονομάστηκαν και “καπηλεία” όρος ο οποίος προέρχεται από την από την αρχαία Ελλάδα.
Γενικά, ο θαμώνας του καπηλείου στο Βυζάντιο ονομαζόταν καπηλοδύτης και η εργαζόμενη σε αυτό γυναίκα, καπηλίς.
Το επάγγελμα αυτό όμως εθεωρείτο κακό, γιατί ο σκανδαλώδης βίος των γυναικών και οι ύποπτες υπηρεσίες που πρόσφεραν σε κάποιες κακόφημες ταβέρνες στους θαμώνες,
έδωσαν το περιθώριο να ταυτίζονται τα καπηλεία και με τα πορνεία.
Έτσι, λοιπόν, μια άλλη ονομασία ήταν και πορνοκαπηλεία.
Ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός είχε βάλει ωράριο στα καπηλειά, απαγορεύοντας τη λειτουργία τους
Η εξάπλωση των βυζαντινών καπηλείων ήταν αλματώδης, γεγονός που οφείλεται στην πληθυσμιακή έκρηξη των αστικών κέντρων.
Παρά τις αγορανομικές διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου, δημιουργήθηκαν διάφορα άλλα συγγενή καταστήματα,
τα λεγόμενα φουσκαρεία ή πουσκαρεία (νοθευτήρια) και σικεροποτεία (φτηνά ποτά) και ανάλογα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων οι θερμοπώλες και οι προπουματάδες.
Ειδικά οι επιχειρηματίες των σικεροποτείων, των φτηνών δηλαδή ποτών, αποσκοπούσαν στην προσέλκυση πελατών από τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις
οι οποίες δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν καλής ποιότητας ποτά λόγω κόστους…
Το πρόπομα, ήταν η προ του φαγητού πόση ορεκτικών ποτών και, προφανώς,
οι προποματείς ήταν οι έμποροι και οι πωλητές αυτών των προϊόντων.
Για να αντιμετωπίσουν την μέθη, συνήθιζαν παράλληλα να τρώνε θερμοκύαμους ένα είδος οσπρίου μεταξύ θέρμου και κυάμου,
δηλαδή κουκιού, καθώς και άλλα είδη οσπρίων (ψημένα ρεβίθια και λούπινα).
Πέρα από τα θερμοτραγήματα, που αναφέρονται στην κατανάλωση θέρμων και άλλων λιχουδιών ή μεζέδων
οι θερμοπώλες πήραν το όνομα αυτό από την ευρύτερη δραστηριότητά τους, στην οποία συγκαταλέγεται και η πώληση θερμών ποτών.
Μάλιστα υπήρχαν και ειδικά ποτήρια για την κατανάλωσή τους, όπως η θερμοποτίς.
Οι συμπλοκές και οι κλοπές, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες, υπήρξαν οι βασικοί λόγοι που ανάγκασαν την αυτοκρατορική διοίκηση
να φροντίσει για τον φωτισμό των δρόμων και των καταστημάτων στις μεγάλες πόλεις.
Στην εποχή του Θεοδοσίου, στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα, ο έπαρχος Κύρος διέταξε να φωτίζονται τα σπίτια, τα καταστήματα και οι δρόμοι της πρωτεύουσας.
Κατάλοιπα από τροφές αλλά και πολλά αγγεία για το κρασί ήταν οι αποδείξεις της ύπαρξης του αρχαίου καπηλειού.
Σε ένα πηγάδι που σταμάτησε να λειτουργεί έριχνε ο αρχαίος ταβερνιάρης τα… σκουπίδια του.
Από εκεί πήραν πολύτιμες πληροφορίες για το φαγητό και το κρασί που προτιμούσαν οι άνθρωποι 2.400 χρόνια πριν.
Κατσαρόλες, ψησταριές, πιάτα, μπολ, γουδιά, αλατιέρες, ό,τι δηλαδή χρειάζεται ένας ταβερνιάρης για να κάνει τη δουλειά του.
Οι συνήθειες δεν άλλαξαν, καθώς οι πελάτες έπιναν πολύ και καλό κρασί και έτρωγαν τους εκλεκτούς μεζέδες .
Αξίζει να σημειώσουμε ότι βρέθηκε και στην Πομπηία ένα άθικτο «θερμοπωλείο», το οποίο έχουμε τη δυνατότητα να το δούμε στο παρακάτω βίντεο.
Ελάτε στην παρέα της ”Γωνιά Χαλάρωσης” στο Facebook
πηγή πληροφοριών: greekhistoryandprehistory.