Αγ. Νικόλαος: Ο προστάτης των ναυτικών..
6 Δεκεμβρίου 2021Η « Γυμνή» αλήθεια!!!
8 Δεκεμβρίου 2021Ναι , πολύ καλά διαβάσατε .. όπως επίσης: Η πρώτη αστυνομική διάταξη για τους βαστάζους, που εκδόθηκε το 1864, προέβλεπε αποδεικτικό ηθικότητας, ενώ «άραζαν» σε συγκεκριμένες… πιάτσες.
Ο αχθοφόρος, δηλαδή ο φέρων άχθη = βάρη, φορτία ήταν μια γνώριμη εικόνα μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες.
Ο τουρκικής προέλευσης χαμάλης ή ο ελληνικότατης καταγωγής βαστάζος
υπήρξαν πρόσωπα πολύτιμα για τη λειτουργία της πόλης και την εξυπηρέτηση όσων είχαν ανάγκη.
Χειρωνακτικό επάγγελμα γνωστότατο από τα αρχαία χρόνια. Τα δύσκολα όμως ήταν πριν από την ανακάλυψη του καροτσιού,
όταν οι χαμάληδες φορτώνονταν στην πλάτη τους απίστευτα σε όγκους και βάρος εμπορεύματα.
Όποιος φτωχός επαρχιώτης έφτανε στην Αθήνα, λίγες ήταν οι επιλογές του για να επιβιώσει και να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον.
Μεταξύ αυτών και το καθόλα αξιοπρεπές επάγγελμα του αχθοφόρου.
Εννοείται πως και στην κατηγορία αυτή, των σκληρά εργαζόμενων βιοπαλαιστών, περιλαμβάνονταν και κακοποιά στοιχεία.
Η πρώτη διάταξη
Η πρώτη αστυνομική διάταξη για τους συμπαθείς αχθοφόρους εκδόθηκε το 1864 από τον διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών Ι. Καραγιαννόπουλο και περιείχε ενδιαφέρουσες διατάξεις.
Όποιος λοιπόν ασκούσε το επάγγελμα, ή επιτήδευμα κατά τη φράση της εποχής, του αχθοφόρου στην Αθήνα
έπρεπε να απευθυνθεί στην Αστυνομία, να καταθέσει έγγραφη αίτηση, αλλά και να αποδείξει με έγγραφο του δημάρχου ή δύο γνωστών προσώπων την «ηθικότητά» του!
Εάν μετά τον έλεγχο κρινόταν κατάλληλος για αχθοφόρος κατά τη διάρκεια της εργασίας του έπρεπε να κρεμά στο λαιμό του μια ταμπέλα μεταλλική και μάλιστα από λευκοσίδηρο.
Στην ταμπέλα εκτός από το ονοματεπώνυμό του, το οποίο έπρεπε να είναι εύκολα αναγνώσιμο,
όφειλε να αναγράφει τον αύξοντα αριθμό με τον οποίο είχε καταχωρηθεί στα επίσημα βιβλία της Αστυνομίας.
Αλίμονο δε σ’ εκείνον που θα δάνειζε την ταμπέλα του σε άλλον. Η ποινή ήταν η αφαίρεση της αδείας άσκησης του επιτηδεύματος .
Είχαν συγκεκριμένες πιάτσες
Τέσσερις ήταν οι πιάτσες που μπορούσαν να αράζουν οι αχθοφόροι στην Αθήνα και τρεις στον Πειραιά.
Στην Αθήνα μπορούσαν να στέκονται όσες ώρες ήθελαν στην οδό Αθηνάς μεταξύ των οδών Ερμού και Αιόλου, στην διασταύρωση των οδών Αδριανού και Κυδαθηναίων, στην οδό Κολοκοτρώνη και στην πλατεία Ψυρρή.
Στον Πειραιά οι πιάτσες ήταν στην δυτική πλευρά της πλατείας της Αγίας Τριάδας και στην προκυμαία που ήταν το τελωνειακό κατάστημα, όπου στάθμευαν οι άμαξες καθώς και στην αγορά.
Οι αχθοφόροι όταν καλούνταν για μια δουλειά όφειλαν μπαίνοντας στα καταστήματα,
ιδιαιτέρως εκείνα που είχαν εύφλεκτες ύλες, να μην καπνίζουν.
Απαγορευόταν δε αυστηρά να μπαίνουν απρόσκλητοι στα σπίτια, στις αυλές, γενικά στα καταστήματα ή στα πλοία και τα παντός είδους σκάφη που ήταν ελλιμενισμένα στον Πειραιά.
Επίσης, να πλησιάζουν τις άμαξες που ήταν φορτωμένες με πραμάτειες ή σκεύη.
Απαγορευόταν επίσης να εργάζονται κατά την διάρκεια της νύχτας, εκτός αν υπήρχε κατεπείγουσα ανάγκη και αφού προηγουμένως εξασφάλιζαν την άδεια του κοντινότερου αστυνομικού σταθμού.
Αυτές ήταν οι πρώτες αστυνομικές διατάξεις για τους αχθοφόρους είτε διέθεταν καρότσι είτε όχι και οι οποίες παρέμειναν σε ισχύ για πολλές δεκαετίες.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι περισσότεροι αχθοφόροι εξασφάλισαν το καρότσι τους για τα μεγάλα φορτία,
μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια που έκαναν την εμφάνισή τους στους αθηναϊκούς δρόμους τα τρίκυκλα με το καρότσι στο πλάι.
Θλιβερό κατάλοιπο της Κατοχής, το οποίο διαδέχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 τα περίφημα τρίκυκλα.
Ο μεταφορέας μετεξελίχθηκε σε πολύτιμο επαγγελματία που συμβόλιζε τη μετάβαση από την αγροτική οικονομία στη νέα μορφή της ελληνικής οικονομίας
πηγή πληροφοριών: http://www.ecomuseum.gr/
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook