Η γέννηση του Χριστού, αν και αδιαμφισβήτητα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες στιγμές στη ζωή της Εκκλησίας,
καθυστέρησε να ενταχθεί στο εορτολόγιό της, τουλάχιστον ως προς την ημερομηνία που τη γνωρίζουμε σήμερα.
Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια ακόμα ώσπου τον 4ο αιώνα να καθιερωθεί ξεχωριστή γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του Θεανθρώπου.
Και αυτό γιατί δεν υπάρχει καμία αναφορά ούτε στην Παλαιά ούτε στην Καινή Διαθήκη που να αναφέρει πότε γεννήθηκε ο Χριστός.
Αυτό έδινε την ελευθερία να προταθούν διαφορετικές ημερομηνίες που περιελάμβαναν τους μήνες Ιανουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Νοέμβριο.
Τελικά επικράτησε η ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου σε μια προσπάθεια να αντικατασταθεί μία εθνική εορτή που τελούταν τότε προς τιμήν του Ήλιου.
Το διάστημα του Δωδεκαημέρου που κρατούσαν οι γιορτές, και που περιελάμβανε τα Χριστούγεννα, την πρωτομηνιά του Ιανουαρίου και τα Φώτα,
συνέπιπτε και με παλαιότερες γιορτές, όπως τις ρωμαϊκές Καλένδες και τα ακόμα παλαιότερα Σατουρνάλια της Ρώμης και τα Αγροτικά της αρχαίας Αθήνας.
Τον 4ο αιώνα λοιπόν στην Δύση είχαν ήδη καταλήξει σε μία ξεχωριστή γιορτή για τα Χριστούγεννα,
Στην επικράτηση της γιορτής σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι προσπάθειες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Μέχρι να καθιερωθεί η 25η Δεκεμβρίου η ημερομηνία των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση να οργανώνουν
δημόσια γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμήν του θεού Ήλιου.
Κατά τη διάρκεια του εορτασμού ο αυτοκράτορας εκπροσωπεύοντας τον θεό Ήλιο, έπαιζε μια παραδοσιακή παντομίμα.
Εκείνη τη μέρα σε μια από τις αίθουσες ακρόασης του μεγάλου παλατιού, μπροστά σε συγκέντρωση επίσημων,
ο αυτοκράτορας έδινε στους αξιωματούχους που είχαν πρόσφατα ανακηρυχθεί ή προαχθεί, τα διπλώματά τους, τα διακριτικά τους
και εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο όμοιες με εκείνες που σήμερα είναι γνωστές ως υπατικά δίπτυχα.
Ο στολισμός γινόταν με την τοποθέτηση στύλων που επάνω τους τοποθετούσαν δεντρολίβανα, κλαδιά μυρτιάς και λουλούδια της εποχής.
Ανάλογου καλλωπισμού και στολισμού τύγχαναν και οι οικίες στις οποίες δίνονταν γεύματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Μέχρι τουλάχιστον τον 12ο αιώνα ο Αυτοκράτορας με την επίσημη ενδυμασία του έβγαινε από το Ιερόν Παλάτιον
Έπειτα, ο αυτοκράτορας προχωρούσε ως τον νάρθηκα της εκκλησίας όπου τον υποδεχόταν ο πατριάρχης και ξεκινούσε η λειτουργία.
Η πομπή μέσα σε επευφημίες επαναλαμβανόταν κατά την επιστροφή του αυτοκράτορα στα ανάκτορα.
Το γεύμα αυτό συνόδευε χορωδία ψαλτών.
με τη συνοδεία αυλών και συρίγγων, ενός πνευστού οργάνου που μοιάζει με τον αυλό του Πανός ή το Πανφλάουτο.
Από κάποιους στίχους του 12ου αιώνα του Ιωάννη Τζέτζη γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μαζί με τα κάλαντα
απεύθυναν και εγκώμια στους ιδιοκτήτες των σπιτιών και δεχόντουσαν τα φιλοδωρήματά τους.
Δεν ήταν, όμως, μόνο τα παιδιά που περιφέρονταν στους δρόμους και έλεγαν τα κάλαντα, αλλά και ενήλικοι μουσικοί,
οι οποίοι μάλιστα όταν δεν αμείβονταν με το ποσό που ήθελαν συνέχιζαν να τραγουδούν μέχρι αργά την νύχτα.
Ο λαός πλημμύριζε τους δρόμους και ξεφάντωνε ξεφεύγοντας από τα κατεστημένα όρια.
Μέσα στο εορταστικό αυτό κλίμα κάποιοι χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών μην αφήνοντας τους ένοικούς τους να κοιμηθούν.
Αν πάρουμε ως κυριολεξία τα λόγια των συγγραφέων της εποχής, οι μεταμφιέσεις αυτές δεν πρέπει να είχαν όριο.
Πόρνες ντύνονταν καλόγριες προκαλώντας τη φρίκη της εκκλησίας,
Μάλιστα την ημέρα αυτή υπήρχε μία σχετική ελαστικότητα των αρχών αφού οι αυτοκράτορες
Την ημέρα των Χριστουγέννων τελούνταν επιπλέον ιπποδρομίες προς μεγάλη ενόχληση της εκκλησίας
η οποία ζητούσε επιτακτικά να μην λαμβάνουν χώρα τέτοιες ημέρες, ώστε ο κόσμος να προσέρχεται στην εκκλησία.
Οι ιπποδρομίες ωστόσο ήταν ιδιαίτερα αγαπητές για τους Βυζαντινούς που συνέρρεαν μαζικά σε τέτοια θεάματα.
Μάλιστα την ημέρα των Χριστουγέννων ο ίδιος ο αυτοκράτορας από το Κάθισμά του παρακολουθούσε τις ιπποδρομίες.
Ο περιηγητής Βενιαμίν από την Τουδέλα μάς πληροφορεί ότι παρακολούθησε τέτοιους αγώνες τον 12ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και τους περιγράφει ως ιδιαίτερα λαμπρούς.
και να το στέλνουν σε λεχώνες σε φιλικά σπίτια προς τιμήν των λοχείων της Παναγίας.
Το λοχόζεμα ήταν ζωμός με ψημένο σιμιγδάλι, βούτυρο και μέλι και σκοπό είχε να τονώσει τη λεχώνα και να την βοηθήσει να παράγει περισσότερο γάλα.
Δεν είμαστε βέβαιοι πότε ξεκίνησε το έθιμο αυτό. Ξέρουμε όμως σίγουρα, χάρη σε μία αναφορά του Συμεών του Μεταφραστή,
ότι η συνήθεια αυτή βρισκόταν σε ισχύ τον 10ο αιώνα.
Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά μονάχα από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
και συγκαταλέχτηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων.
όταν καθιερώθηκε το χρόνο αυτό οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους να αναλαμβάνουν καθήκοντα την ημερομηνία αυτή.
Γι’ αυτό την ημέρα αυτή προσπαθούσαν να την περάσουν με ευχάριστο τρόπο.
Πολλοί μεταμφιέζονταν σε ζώα (καμήλες, τράγους, ελάφια) και γύριζαν στα σπίτια με πηδήματα, χορούς και τραγούδια.
Όσους συναντούσαν τους πείραζαν με διάφορα αστεία.
Μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων, κρατώντας στα χέρια τους ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι.
Εκείνοι κάρφωναν επάνω στο φρούτο ένα νόμισμα, τη στρήνα. Τα παιδιά, για τον μποναμά που έπαιρναν, έδιναν ευχές κι ένα φιλί.
Έχει επικρατήσει στον ευρύ κοινό η εντύπωση ότι οι Βυζαντινοί ήταν ένας λαός που δε γνώριζε διασκεδάσεις.
Ο βυζαντινός άνθρωπος φαίνεται να ήταν το ίδιο ευδιάθετος και πρόσχαρος, όπως οποιοσδήποτε μεσογειακός λαός
και γιορτές όπως αυτές του Δωδεκαημέρου που συνδέονταν με τα Χριστούγεννα τον έβγαζαν στο δρόμο και τον έκαναν να ξεχνάει τα προβλήματά του και να γλεντάει.
Μπορεί να ξέφευγε από τα όρια σύμφωνα με τους κανόνες ηθικής σε μερικές περιπτώσεις όπως είδαμε παραπάνω , αυτό όμως δεν τον σταματούσε στο να διασκεδάζει …
πηγή πληροφοριών: https://www.historical-quest.com, https://www.ekklisiaonline.gr
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook