Ο Παρθενώνας του Βορρά
13 Νοεμβρίου 2021
Άρωμα Ελλάδας στην ..Τυνησία!!..
15 Νοεμβρίου 2021

Οι Γελωτοποιοί του Μεσαίωνα..και της αλήθειας…

Σε όλους τους πολιτισμούς όλων των εποχών η ανάγκη του γέλιου,  της εκτόνωσης  και της ξεγνοιασιάς , η εκτόνωση της τρέλας, του παραλόγου, , ήταν   πολύ σημαντική για τους ανθρώπους.
Το πόσο σημαντικό ήταν και είναι αυτή η ανάγκη  αποδεικνύεται από το ότι το καρναβάλι και οι γιορτές γέλιου, κεφιού και ξεφαντώματος είναι από τα λίγα στοιχεία των παραδόσεων των λαών που έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας.

Πρόκειται για ένα συναίσθημα πολύ ευχάριστο – τουλάχιστον σε μία από τις πολλές του αποχρώσεις – και προκαλείται

όταν μπορούμε να αντιληφθούμε στις καταστάσεις που ζει ο καθένας μας κάτι κωμικό, αστείο, παράλογο, κάτι που δεν υπακούει σε κανόνες λογικής ούτε υποτάσσεται στην τάξη.

Πολλά γεγονότα του κόσμου που μας περιβάλλει τα αντιλαμβανόμαστε σαν φυσικά, λογικά, σωστά, από συνήθεια, σχεδόν αυτόματα.

Για να γελάσει κανείς θα πρέπει να έχει την ικανότητα να βγει έξω από τον συνηθισμένο αυτοματισμό της αντίληψης και να δει στις φυσιολογικές πράξεις και αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων το αλόγιστο και παράλογο.

Υπάρχουν άτομα λοιπόν που έχουν έμφυτη την ικανότητα να συλλαμβάνουν το παράλογο και αλόγιστο διάφορων καταστάσεων ή να το αναπαριστάνουν μέσω του λόγου και των κινήσεων προκαλώντας το γέλιο σε όσους τους παρακολουθούν.

Τέτοιου τύπου άνθρωποι υπήρξαν σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς διασκεδάζοντας, κριτικάροντας, επικρίνοντας καταστάσεις και πρόσωπα του κοινωνικού τους περίγυρου.

Πρόκειται για τους γελωτοποιούς.

Ο γελωτοποιός (αγγλ. fool ή jester· γαλλ. bouffon) είναι πρόσωπο του οποίου το ταλέντο του
είναι  η τέχνη να κάνει τους άλλους να γελούν και  του επιτρέπει να χωρατεύει, να κουτσομπολεύει ή να ειρωνεύεται ακόμη και τον κύριό του.

Επαγγελματίες γελωτοποιοί υπήρχαν από τα πολύ αρχαία χρόνια, οι οποίοι διασκέδαζαν είτε τα πλήθη στους δρόμους, είτε τους άρχοντες και τους πλούσιους στις αυλές τους.

Εμφανίζονται από την εποχή των Φαραώ της Αιγύπτου μέχρι και τον 18ο αιώνα, σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, όσο οι Αζτέκοι του Μεξικού και οι Μεσαιωνικές Αυλές της Ευρώπης.

Συχνά δύσμορφοι, νάνοι ή σακάτηδες, οι γελωτοποιοί χρησίμευαν σ’ αυτές τις αυλές τόσο για διασκέδαση όσο και για γούρι (τύχη), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι η δυσμορφία τους
μπορούσε να αποτρέψει το κακό μάτι και ότι τα χοντροκομμένα τους πειράγματα μπορούσαν να μεταφέρουν τη γρουσουζιά από το θύμα της ειρωνείας στον ειρωνευόμενο.

Τα παλαιότερα στοιχεία ύπαρξης αυλικών γελωτοποιών ανάγονται στην 5η Δυναστεία της Αιγύπτου, της οποίας οι Φαραώ

έδειχναν μεγάλη προτίμηση στους Πυγμαίους, που προέρχονταν από τις μυστηριώδεις περιοχές της Νότιας Αφρικής και τους χρησιμοποιούσαν ως χορευτές και παλιάτσους.

Η ύπαρξη γελωτοποιών στην Αίγυπτο φαίνεται και στις εικόνες που διακοσμούν τους τάφους της Μέσης Αιγύπτου.

Στην Αρχαία Ελλάδα

Συγκεκριμένα στην Αθήνα, υπήρξαν πολλοί τέτοιοι πλανόδιοι, οι οποίοι απ’ τους δρόμους, όπου ασκούσαν την τέχνη τους, πήγαιναν προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι στα συμπόσια των πλουσίων και τους διασκέδαζαν .

Επίσης υπήρχε και ο θεός του γέλιου. Πρόκειται για έναν δαίμονα προσωποποίηση του γέλιου με το όνομα «Γέλως».

Λατρευόταν κυρίως στην Σπάρτη, όπου ο Λυκούργος είχε αναθέσει αγαλμάτιο του Γέλωτος. Εκεί υπήρχε επίσης και ιερό του θεού όπως και στα Ύπατα της Θεσσαλίας, όπου τελούσαν ετήσιους αγώνες προς τιμήν του.

Απεικονίζεται συνήθως ως μέλος του θιάσου του Διόνυσου, ως νέος με μακρύ ένδυμα και κιθάρα.

Ο Έρασμος στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιον» ανάγει την ύπαρξη των γελωτοποιών στους χρόνους του Ηφαίστου, τον οποίο παρουσιάζει ως γελωτοποιό του Ολύμπου.

Τους γελωτοποιούς συναντάμε στα πολύ αρχαία χρόνια και στην Περσία.

Κατά τον Πλούταρχο (Λάκων, αποφθέγμ. 220, c.) ο Δαρείος είχε έναν τέτοιο, ο οποίος κατ’ επανάληψη περιγελούσε τον Δημάρατο για την φυγή του μπροστά στο Μεγάλο Βασιλιά.

Επίσης οι Συβαρίτες διατηρούσαν γελωτοποιούς, στην πλειοψηφία τους νάνους, τους αποκαλούμενους σκωπαίους.

Ακόμα και στις Ινδίες δεν ήταν άγνωστο το επάγγελμα του γελωτοποιού, αφού στη «Ραμαγιάνα» αναφέρεται ότι η Σίττα είχε κοντά της γελωτοποιό, ο οποίος περιγελούσε τα προτερήματα των εραστών της.

Γελωτοποιούς είχαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες

αλλά και οι άλλοι πλούσιοι ευγενείς για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσιά τους. Τους αποκαλούσαν «urbani scurrae» και απλούστερα ridiculi.

Αλλά υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη από αυτούς, οι ονομαζόμενοι moriones απ’ την ελληνική λέξη «μωρός». Αυτοί οι moriones ήταν δούλοι δύσμορφοι (άσχημοι) και μωροί, τους οποίους αγόραζαν, από ειδικές μάλιστα αγορές που υπήρχαν στη Ρώμη.

Ήταν σχεδόν πάντοτε νάνοι, δύσμορφοι και καμπούρηδες.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, με την κάλυψη που τους πρόσφερε ο ρόλος τους σαν τρελοί, παράλογοι, πλανόδιοι καλλιτέχνες, που δεν θα έπρεπε κανείς να τους παίρνει στα σοβαρά,
σκόρπιζαν γύρω τους γέλιο, χαρά, διασκέδαση αλλά και κάτι άλλο πολύ σημαντικό· έλεγαν αλήθειες, επέκριναν και καταδίκαζαν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της εποχής τους,
ασκούσαν κριτική σε πρόσωπα που βρίσκονταν στα ανώτερα σκαλοπάτια της εξουσίας και ιεραρχίας, αφαιρώντας τους έτσι τη δυνατότητα να χειρίζονται τα πράγματα προς δικό τους συμφέρον και μόνο.

Η Εκκλησία για παράδειγμα γνώριζε ότι υπάρχουν κάποιοι που την παρακολουθούν και την επικρίνουν.

Και ακόμα κάτι σημαντικό: το γέλιο που μετέδιδαν οι γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που μεταλλάσσονταν

σε γελωτοποιούς μερικές φορές μέσα στο χρόνο (γιορτές και πανηγύρια) αποτελούσε μια έκφραση της αλήθειας για τη ζωή, τον άνθρωπο, τον κόσμο.

Το γέλιο αυτό ήταν καθολικό – γελοιοποιούσε δηλαδή όλες τις πλευρές της ζωής και του κόσμου.

Όχι μόνο δεν έκανε καμιά εξαίρεση για ό,τι ήταν “ανώτερο” αλλά απεναντίας στρεφόταν κυρίως εναντίον του.

Επιπλέον, στόχος του δεν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ή ένα μέρος, αλλά το σύνολο, το καθολικό, το ολόκληρο.

Οικοδομούσε το δικό του κόσμο απέναντι στον επίσημο κόσμο, τη δική του Εκκλησία απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, το δικό του κράτος απέναντι στο επίσημο κράτος.

Ωστόσο αυτή η καθολική γελοιοποίηση δεν είναι μόνο σκώμμα, χλευασμός ή σάτιρα, δηλαδή μια αμιγής άρνηση· εκφράζει συνάμα κάτι θετικό που εμπνέει αγαλλίαση και αισιοδοξία.

Το γέλιο αυτό είναι αμφίπλευρο και αμφίσημο: καταλύει αλλά ταυτόχρονα οικοδομεί, υποβιβάζει αλλά και ανυψώνει, “εκθρονίζει” αλλά και “ενθρονίζει”, “σκοτώνει” αλλά και “ανασταίνει”.

Αυτή είναι η άλλη όψη της καθολικότητάς του: όλοι γελούν με όλα και με όλους, ακόμα και με τον εαυτό τους, γιατί το γέλιο τους είναι πριν απ’ όλα ένα σημάδι γενικής χαράς και ευθυμίας που αποκλείει τον πικρό, μονοσήμαντο σαρκασμό.

Ταυτόχρονα οι γιορτές γέλιου απελευθέρωναν διπλά τους ανθρώπους από τη μεσαιωνική καταπίεση. Αυτό που γινόταν ήταν :

«απελευθέρωση του γέλιου και του σώματος, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη νηστεία που είχε προηγηθεί ή θα ακολουθούσε»·

και «προσωρινή διακοπή ολόκληρου του επίσημου συστήματος με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του»,

δηλαδή, απελευθέρωση του πνεύματος και του λόγου, που εκδηλωνόταν με τη σάτιρα, την αθυροστομία,

την «ατμόσφαιρα εφήμερης ελευθερίας» της γιορτής.

Το γέλιο εξέφραζε έτσι τη «λαϊκή επίσημη αλήθεια».

η παράδοση του καθολικού γέλιου συνεχίστηκε τον Μεσαίωνα μέσα από τις «Γιορτές των Τρελών» (γελοτοποιών) αλλά και μέσα από γιορτές καρναβαλιού, όπου προκαλούσαν όλες τις εξουσίες και όλα τα «επίσημα και σοβαρά».

Η μεσαιωνική σοβαρότητα ήταν διαποτισμένη από στοιχεία φόβου, αδυναμίας, υπακοής, υποταγής, ψέματος, υποκρισίας, ή αντίστροφα, βίας, εκφοβισμού, απειλών, απαγορεύσεων.

Η έκρηξη του γέλιου που προκαλούσαν οι γελωτοποιοί λύτρωνε από το φόβο, καταργούσε την επίσημη σοβαρότητα, «φώτιζε την ανθρώπινη συνείδηση»

και αποκαλύπτονταν ένας νέος κόσμος, όπου όλα ήταν ανάποδα και οι δουλοπάροικοι μπορούσαν να γελούν και να κοροϊδεύουν τους αφέντες τους.

Ο τρελός, είτε εμφανίζεται στα τρίστρατα των πόλεων, είτε στις αυλές των μεγιστάνων, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους του Μεσαίωνα – όσο και ο κληρικός, ο μοναχός, ο ιππότης.

Η μορφή του, εξαιρετικά οικεία χάρη σε μια παραδοσιακή φορεσιά – την κουκούλα με τα γαϊδουρινά αυτιά, το παρωδικό σκήπτρο ή ποιμαντικό ραβδί, που έχει στην άκρη του ένα κεφάλι γυναίκας ή τρελού,
και το παρδαλό ρούχο του από το οποίο κρέμονται κουδούνια – είναι ταυτόχρονα αινιγματική και αμφίσημη.

Από τη μια ενσαρκώνει τη μωρία, δηλαδή τη χαζομάρα, την άγνοια και την παλαβομάρα.

Από την άλλη, αποκαλύπτεται ένας τολμηρός σοφός

που ξεμασκαρεύει το ψέμα, την υποκρισία και την απάτη των κάθε λογής ισχυρών,

λέγοντας μεγαλόφωνα όσα ο λαός ψιθυρίζει μέσα του.

Αλλά αυτές οι γιορτές ικανοποιούσαν και μια ακόμη πολύ σημαντική ανάγκη: την ανάγκη των ανθρώπων (ιδιαίτερα οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε κάποιες κλειστές και έντονα απαγορευτικές κοινωνίες) να εκτονωθούν συλλογικά,

σπάζοντας κάποιες στιγμές στο χρόνο όλους τους συμβατικούς φραγμούς της σοβαρής καθημερινότητας.

Έθιμα όπως η Γιορτή των Τρελών θεωρούνταν πολύ σημαντικά και απαραίτητα επειδή όπως έλεγαν και οι ίδιοι

«τα κρασοβάρελα θα έσκαζαν αν δεν τραβούσαμε κάπου κάπου την τάπα, αν δεν αφήναμε να περάσει μέσα σ’ αυτά λίγος αέρας».
Κι αυτός «ο λίγος αέρας», η ανατροπή της τάξης του κόσμου και των πραγμάτων για λίγες μέρες ενίσχυε τελικά την τάξη την οποία συμβολικά αντέστρεφε.

Comments are closed.