Πρόκειται για ένα συναίσθημα πολύ ευχάριστο – τουλάχιστον σε μία από τις πολλές του αποχρώσεις – και προκαλείται
όταν μπορούμε να αντιληφθούμε στις καταστάσεις που ζει ο καθένας μας κάτι κωμικό, αστείο, παράλογο, κάτι που δεν υπακούει σε κανόνες λογικής ούτε υποτάσσεται στην τάξη.
Πολλά γεγονότα του κόσμου που μας περιβάλλει τα αντιλαμβανόμαστε σαν φυσικά, λογικά, σωστά, από συνήθεια, σχεδόν αυτόματα.
Υπάρχουν άτομα λοιπόν που έχουν έμφυτη την ικανότητα να συλλαμβάνουν το παράλογο και αλόγιστο διάφορων καταστάσεων ή να το αναπαριστάνουν μέσω του λόγου και των κινήσεων προκαλώντας το γέλιο σε όσους τους παρακολουθούν.
Τέτοιου τύπου άνθρωποι υπήρξαν σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς διασκεδάζοντας, κριτικάροντας, επικρίνοντας καταστάσεις και πρόσωπα του κοινωνικού τους περίγυρου.
Επαγγελματίες γελωτοποιοί υπήρχαν από τα πολύ αρχαία χρόνια, οι οποίοι διασκέδαζαν είτε τα πλήθη στους δρόμους, είτε τους άρχοντες και τους πλούσιους στις αυλές τους.
Εμφανίζονται από την εποχή των Φαραώ της Αιγύπτου μέχρι και τον 18ο αιώνα, σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, όσο οι Αζτέκοι του Μεξικού και οι Μεσαιωνικές Αυλές της Ευρώπης.
Τα παλαιότερα στοιχεία ύπαρξης αυλικών γελωτοποιών ανάγονται στην 5η Δυναστεία της Αιγύπτου, της οποίας οι Φαραώ
Η ύπαρξη γελωτοποιών στην Αίγυπτο φαίνεται και στις εικόνες που διακοσμούν τους τάφους της Μέσης Αιγύπτου.
Συγκεκριμένα στην Αθήνα, υπήρξαν πολλοί τέτοιοι πλανόδιοι, οι οποίοι απ’ τους δρόμους, όπου ασκούσαν την τέχνη τους, πήγαιναν προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι στα συμπόσια των πλουσίων και τους διασκέδαζαν .
Λατρευόταν κυρίως στην Σπάρτη, όπου ο Λυκούργος είχε αναθέσει αγαλμάτιο του Γέλωτος. Εκεί υπήρχε επίσης και ιερό του θεού όπως και στα Ύπατα της Θεσσαλίας, όπου τελούσαν ετήσιους αγώνες προς τιμήν του.
Ο Έρασμος στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιον» ανάγει την ύπαρξη των γελωτοποιών στους χρόνους του Ηφαίστου, τον οποίο παρουσιάζει ως γελωτοποιό του Ολύμπου.
Κατά τον Πλούταρχο (Λάκων, αποφθέγμ. 220, c.) ο Δαρείος είχε έναν τέτοιο, ο οποίος κατ’ επανάληψη περιγελούσε τον Δημάρατο για την φυγή του μπροστά στο Μεγάλο Βασιλιά.
Επίσης οι Συβαρίτες διατηρούσαν γελωτοποιούς, στην πλειοψηφία τους νάνους, τους αποκαλούμενους σκωπαίους.
Ακόμα και στις Ινδίες δεν ήταν άγνωστο το επάγγελμα του γελωτοποιού, αφού στη «Ραμαγιάνα» αναφέρεται ότι η Σίττα είχε κοντά της γελωτοποιό, ο οποίος περιγελούσε τα προτερήματα των εραστών της.
αλλά και οι άλλοι πλούσιοι ευγενείς για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσιά τους. Τους αποκαλούσαν «urbani scurrae» και απλούστερα ridiculi.
Αλλά υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη από αυτούς, οι ονομαζόμενοι moriones απ’ την ελληνική λέξη «μωρός». Αυτοί οι moriones ήταν δούλοι δύσμορφοι (άσχημοι) και μωροί, τους οποίους αγόραζαν, από ειδικές μάλιστα αγορές που υπήρχαν στη Ρώμη.
Η Εκκλησία για παράδειγμα γνώριζε ότι υπάρχουν κάποιοι που την παρακολουθούν και την επικρίνουν.
Και ακόμα κάτι σημαντικό: το γέλιο που μετέδιδαν οι γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που μεταλλάσσονταν
σε γελωτοποιούς μερικές φορές μέσα στο χρόνο (γιορτές και πανηγύρια) αποτελούσε μια έκφραση της αλήθειας για τη ζωή, τον άνθρωπο, τον κόσμο.
Όχι μόνο δεν έκανε καμιά εξαίρεση για ό,τι ήταν “ανώτερο” αλλά απεναντίας στρεφόταν κυρίως εναντίον του.
Επιπλέον, στόχος του δεν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ή ένα μέρος, αλλά το σύνολο, το καθολικό, το ολόκληρο.
Ωστόσο αυτή η καθολική γελοιοποίηση δεν είναι μόνο σκώμμα, χλευασμός ή σάτιρα, δηλαδή μια αμιγής άρνηση· εκφράζει συνάμα κάτι θετικό που εμπνέει αγαλλίαση και αισιοδοξία.
Αυτή είναι η άλλη όψη της καθολικότητάς του: όλοι γελούν με όλα και με όλους, ακόμα και με τον εαυτό τους, γιατί το γέλιο τους είναι πριν απ’ όλα ένα σημάδι γενικής χαράς και ευθυμίας που αποκλείει τον πικρό, μονοσήμαντο σαρκασμό.
«απελευθέρωση του γέλιου και του σώματος, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη νηστεία που είχε προηγηθεί ή θα ακολουθούσε»·
και «προσωρινή διακοπή ολόκληρου του επίσημου συστήματος με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του»,
δηλαδή, απελευθέρωση του πνεύματος και του λόγου, που εκδηλωνόταν με τη σάτιρα, την αθυροστομία,
την «ατμόσφαιρα εφήμερης ελευθερίας» της γιορτής.
η παράδοση του καθολικού γέλιου συνεχίστηκε τον Μεσαίωνα μέσα από τις «Γιορτές των Τρελών» (γελοτοποιών) αλλά και μέσα από γιορτές καρναβαλιού, όπου προκαλούσαν όλες τις εξουσίες και όλα τα «επίσημα και σοβαρά».
Η έκρηξη του γέλιου που προκαλούσαν οι γελωτοποιοί λύτρωνε από το φόβο, καταργούσε την επίσημη σοβαρότητα, «φώτιζε την ανθρώπινη συνείδηση»
Ο τρελός, είτε εμφανίζεται στα τρίστρατα των πόλεων, είτε στις αυλές των μεγιστάνων, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους του Μεσαίωνα – όσο και ο κληρικός, ο μοναχός, ο ιππότης.
Από τη μια ενσαρκώνει τη μωρία, δηλαδή τη χαζομάρα, την άγνοια και την παλαβομάρα.
σπάζοντας κάποιες στιγμές στο χρόνο όλους τους συμβατικούς φραγμούς της σοβαρής καθημερινότητας.
Έθιμα όπως η Γιορτή των Τρελών θεωρούνταν πολύ σημαντικά και απαραίτητα επειδή όπως έλεγαν και οι ίδιοι