΄Αγιος Δημήτριος, ο Μυροβλήτης – Πολιούχος της Θεσσαλονίκης
26 Οκτωβρίου 2021Της Πατρίδας μου η Σημαία έχει χρώμα Γαλανό!!
27 Οκτωβρίου 2021Συντάκτης : Δημήτρης Λιάρος
Φωτογραφίες Μουσείου : Δημήτρης Λιάρος , προσωπικό αρχείο
Ο τορπιλισμός του «Φετίχ Μπουλέντ»
Το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1912 το τορπιλοβόλο «Τ-11», με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, εισήλθε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και βύθισε το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ»…
Με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης διατάχθηκε να επιτηρεί την παραλιακή ζώνη της Κατερίνης με το τορπιλοβόλο «Τ- 11»,
προκειμένου να μην επιχειρηθεί εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων από τουρκικά πλοία στα μαχόμενα οθωμανικά στρατεύματά τους στη Μακεδονία.
Όμως, ο 35χρονος Υδραίος αξιωματικός, γόνος ναυμάχων του ’21, διψούσε για πολεμική δράση και έβαλε ως στόχο ένα παλαιό θωρηκτό του οθωμανικού στόλου, το «Φετίχ Μπουλέντ»,
που ναυλοχούσε στο λιμάνι της τουρκοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης.
Έμαθε ότι από το πλοίο είχαν αφαιρεθεί τα μεγάλα κανόνια του, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στην ξηρά για την καλύτερη υπεράσπιση της περιοχής.
Ζήτησε από το επιτελείο να δράσει και έλαβε θετική απάντηση.
Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου. Με τη βοήθεια δύο Ελλήνων ψαράδων από την Κατερίνη, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια του Θερμαϊκού,
το ελληνικό τορπιλοβόλο διείσδυσε με πάσα μυστικότητα και περισσή ικανότητα στο ναρκοθετημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και χωρίς να γίνει αντιληπτό έβαλε
από απόσταση 150 μέτρων με δύο τορπίλες κατά του τουρκικού θωρηκτού στις 23:35, σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη.
Οι βολές ήταν επιτυχημένες και το «Φετίχ Μπουλέντ» έγειρε προς τα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό τάφο του τον ιμάμη του πλοίου και έξι ναύτες.
Μία τρίτη τορπίλη, που εκτοξεύτηκε από το «Τ-11», προσέκρουσε στον κυματοθραύστη. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Βότσης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός,
καθώς στο λιμάνι ήταν αραγμένα δύο ακόμη πλοία, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό, και θα μπορούσε να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο αν τους συνέβαινε το παραμικρό.
Αμέσως σήμανε συναγερμός στο τουρκικό στρατόπεδο.
Ο εκκωφαντικός κρότος, που δόνησε την πόλη, αρχικά προκλήθηκε η εντύπωση ότι προερχόταν από έκρηξη σε πυριτιδαποθήκη, αλλά το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχθηκε η κατάπληξη,
όταν οι Οθωμανοί αξιωματικοί πληροφορήθηκαν την ανατίναξη του πλοίου.
Αμέσως, ο τεράστιος προβολέας από το Καραμπουρνάκι άρχισε να χτενίζει το λιμάνι για την επισήμανση του εισβολέα, αλλά το ελληνικό τορπιλοβόλο διέφυγε,
όπως ήλθε, απαρατήρητο, και στις 4 το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1912 επέστρεψε στη βάση του, στα παράλια της Κατερίνης.
Την ίδια μέρα, ο Νικόλαος Βότσης απέστειλε την αναφορά του προς το επιτελείο και δέχθηκε τα συγχαρητήρια του υπουργού Ναυτικών, Νικολάου Στράτου.
Το γεγονός του τορπιλισμού και της βύθισης του «Φετίχ Μπουλέντ» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στο λαό και το μαχόμενο στρατό.
Ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών Πολέμων και γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα.
Αναφορά στο κατόρθωμα του Βότση περιλαμβάνεται στον ύμνο του Πολεμικού Ναυτικού «Ο Ναύτης του Αιγαίου», που συνέθεσε το 1912 ο Κωνσταντίνος Λυκόρτας.
Το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων στεγάζεται σε μία ιστορική έπαυλη στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού Γέφυρα του νομού Θεσσαλονίκης.
. To χωρίο Γέφυρα ονομαζόταν επί τουρκοκρατίας Τοπσίν.
Πριν τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο αποτελούσε το κεντρικό κτίριο του αγροκτήματος Μοδιάνο, που δημιουργήθηκε το 1906 από τον Γιακό Μοδιάνο, και που περιλάμβανε επίσης πλήθος βοηθητικών κτιρίων και υποστατικών.
Ο πατέρας του Γιακό, ο Σαούλ Μοδιάνο, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Αποτέλεσμα των δύο παραπάνω γεγονότων ήταν το κτίριο να αναφέρεται πότε ως βίλα Μοδιάνο και άλλοτε ως βίλα Τοπσίν.
Στο κτίριο αυτό εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο των Ελληνικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στις 24 Οκτωβρίου του 1912 προερχόμενο από τα Γιαννιτσά και το Άδενδρο.
Παρέμεινε στον ίδιο χώρο έως τα χαράματα της 27ης Οκτωβρίου.
Οι τρεις μέρες παραμονής του Γενικού Στρατηγείου υπήρξαν καθοριστικές για την τύχη της Μακεδονίας και την έκβαση του πολέμου γενικότερα.
Σ’ αυτή την έπαυλη διεξήχθησαν έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ της τούρκικης αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τον διοικητή της πόλης Χασάν Ταχσίν Πασά και του επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου.
Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας, οι Τούρκοι επέστρεψαν στο κτίριο το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, ημέρας του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου,
γνωστοποιώντας ότι ο Ταχσίν Πασάς είχε δεχτεί την άνευ όρων παράδοση της πόλης.
Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, διοργανώνεται λαμπαδοδρομία από το Μουσείο στο Τρίτο Σώμα Στρατού, προς ανάμνηση των ιστορικών αυτών γεγονότων.
Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος). Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.
Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών προέκυψε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας,
μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολή έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’ και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης.
Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 – 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού.
Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου.
Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης.
Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου,
οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά).
Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα Ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.
Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει.
Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους Βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο.
Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο.
Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α’ να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο του από το μουσουλμανικό στοιχείο.
Έτσι έχουν τα γεγονότα και εμείς σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μια επίσκεψη το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων μέσα από το φωτογραφικό φακό .
Στο προαύλιο του μουσείου βρίσκεται Ο τάφος του Χασάν Ταχσίν.
Στο ίδιο ταφικό μνημείο έχουν εναποτεθεί και τα οστά του υιού και υπασπιστού του Κενάν Μεσαρέ.
Ο ίδιος υπήρξε μια δραματική φυσιογνωμία και ο ρόλος του στην άνευ όρων συνθηκολόγηση και αναίμακτη παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης ήταν καθοριστικός.
Ως απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων μετείχε της ελληνικής παιδείας και είχε μεγάλη εκτίμηση προς τον ελληνικό πολιτισμό,
γεγονός που συνέδραμε στην απόφαση του να μην επιτρέψει την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Βούλγαρους.
Πέφτοντας στη δυσμένεια των Τούρκων έζησε στη συνέχεια στην Ελβετία, απολαμβάνοντας την προστασία του Ελληνικού κράτους.