Μονή Λαζαριστών : Η ιστορία της..
12 Σεπτεμβρίου 2021
Μοναστηράκι: Βόλτα στην παλιά Αθήνα
15 Σεπτεμβρίου 2021

Μπακάλικα, ο Μπακαλόγατος και το μπακαλοτέφτερο

Ποιος είναι αυτός που είναι γεννημένος τη δεκαετία του ’70 και πίσω και  δεν έχει αναμνήσεις από το Μπακάλικο της γειτονιάς.

Είναι κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας . Τα μπακάλικα ήταν τότε σαν τις ενορίες… Κάθε περιοχή είχε τον μπακάλη της .

Παρ’ ότι για την εποχή τους ήταν «Παντοπωλεία», δηλαδή πουλούσαν τα πάντα, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά σουπερμάρκετ.

Τούρκικη η λέξη bakkal, αλλά Έλλην ο μπακάλης ανά τας Ευρώπας – ο μπακαλοσαράφης, που γνώριζε να αγοράζει φτηνά και να πωλεί ακριβά.

Εδώδιμα και Αποικιακά.

Έγραφαν  οι ταμπέλες έξω από τα παλιά μπακάλικα… Πομπώδης τίτλος για την εποχή….
Η λέξη Εδώδιμα σήμαινε φαγώσιμα και η λέξη Αποικιακά τα είδη που έρχονταν από τις αποικίες των ευρωπαϊκών χωρών στην Ασία, Αφρική κλπ. όπως μπαχαρικά, τσάι, καφέ, σοκολάτες κ.ά.

Η εργασιακή πρακτική στα παλαιά παντοπωλεία, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πρακτική στα σούπερ μάρκετ ή στα μίνι μάρκετ ή και τα σύγχρονα «μπακάλικα».

Κατ’ αρχήν, ήταν άλλη η μονάδα μετρήσεως: ήταν η οκά, τουρκικής προελεύσεως, που υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (μία οκά αντιστοιχούσε σε 1.280 γραμμάρια). Οι πελάτες ζητούσαν π.χ. 2 οκάδες πατάτες ή 150 δράμια φέτα.

Το ίδιο ίσχυε και για τα υγρά: 100 δράμια κρασί (το κατοσταράκι), 50 δράμια οινόπνευμα κ.ο.κ. (η οκά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό).

Δεν υπήρχαν τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα, αλλά όλα ήταν χύμα, εκτός από κομπόστες, τοματοπολτό, μπάμιες σε κονσέρβα, σαρδέλες του κουτιού κ.ά.

Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν σε σακιά (τσουβάλια) και το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα. Ο πελάτης έφερνε για να γεμίσει από το σπίτι το δικό του μπουκάλι.

Ως όργανο σερβιρίσματος ήταν η σέσουλα, ένα είδος μεγάλης κλειστής κουτάλας με λαβή.
Οι ρέγκες ήταν μέσα σε ξύλινα κουτιά και οι σαρδέλες μέσα στο χοντρό αλάτι. Τις ρέγκες στο σπίτι τις καψάλιζες και τις αντσούγιες τις έπλενες με νερό κάτω από τη βρύση για να φύγει το πολύ χοντρό αλάτι.
Για χαρτί περιτυλίγματος χρησιμοποιούσαν εφημερίδες. Αυτές οι εφημερίδες ήταν κατά κάποιο τρόπο «προσφορά» του καταστήματος, διότι στη συνέχεια στο σπίτι μπορούσες να διαβάσεις τα νέα, έστω και μπαγιάτικα.

Τα μπακάλικα προμηθεύονταν συνήθως τα βασικά τους προϊόντα, από χονδρέμπορους του λιμανιού.

Ο Μπακαλόγατος

Ένας «θεσμός» που τηρούσαν τα μεγάλα παντοπωλεία ήταν το παιδί ή ο νεαρός που πήγαινε τα τρόφιμα τα σπίτια των πελατών (στην αργκό της εποχής «μπακαλόπαιδο» ή «μπακαλόγατος»).

Μια και την εποχή εκείνη ελάχιστα σπίτια είχαν τηλέφωνο, και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος στο κατάστημα για να ψωνίσει,

ο παντοπώλης έστελνε το παιδί στο σπίτι του, για να πάρει γραπτή την παραγγελία της ημέρας.

Κατόπιν συγκέντρωνε τα διάφορα είδη και τα έστελνε με το ίδιο παιδί στο σπίτι του πελάτη μέσα σε μια τεράστια ψάθινη σακούλα με τεράστιες επίσης λαβές, το «ζεμπίλι»,

που αποτελούσε και το σημειολογικό χαρακτηριστικό της όλης διαδικασίας, η οποία για ορισμένους πελάτες αποτελούσε καθημερινή πρακτική ή πάντως γινόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Οι νεαροί μετέφεραν το ζεμπίλι συνήθως με τα πόδια, μερικοί όμως από αυτούς χρησιμοποιούσαν ποδήλατο.

Η  προσωπικότητα λοιπόν του μπακάλη,  η ταχύτητα διανομής της παραγγελίας με το ποδήλατο, έκαναν το μπακάλικο μοναδικό και αναντικατάστατο.

Τα μπακάλικα είχαν και μαναβική, άρα ήταν και μπακαλομανάβικα. Πολλές φορές όταν τα έβλεπες από έξω νόμιζες ότι ήταν μανάβικα. Η διαφορά ήταν εμφανής μόνο στο εσωτερικό τους.
Άλλα όμως, είχαν και από δυο τρία τραπεζάκια από έξω και έβγαζαν καμιά ελιά, καμιά ντομάτα, κρεμμύδι, φάβα, ρέγκα. Αυτά ήταν γνωστά ως μπακαλοταβέρνες.

Οι μπακάληδες, ήταν πρόσωπα αξιοσέβαστα στον μικρόκοσμο της γειτονιάς.

Όχι γιατί είχαν σπουδές, κύρος ή έντονη προσωπικότητα, αλλά γιατί διέθεταν ένα κρυφό όπλο!

Αυτό ήταν το μπακαλοτέφτερο!

Το πιστωτικό εκείνο βιβλιαράκι που με το πρόχειρο μολύβι του αφτιού σημείωνε ο μπακάλης τα βερεσέδια ανεξαιρέτως κάθε οικογενειάρχη.

Τα βερεσέδια λοιπόν ήταν τα οφειλόμενα σε έμπορο από κατανάλωση με πίστωση.

Οι άνθρωποι κάλυπταν τις καθημερινές τους ανάγκες βερεσέ, καθώς τα λιγοστά μετρητά χρήματα ήταν διαθέσιμα μόνο για ορισμένες ημέρες λ.χ. Σάββατα οι χειρώνακτες με εξαρτημένη εργασία, ή 1η και 16η κάθε μήνα οι (δημόσιοι και ιδιωτικοί) υπάλληλοι.

Στις περιοχές όπου οι κάτοικοι καλλιεργούσαν καπνά, η εξόφληση των βερεσέδων γινόταν το φθινόπωρο που πουλούσαν στον έμπορο τα καπνά τους.

Βέβαια υπήρχαν σε πολλά  να έβλεπες συχνά έντυπες ή αυτοσχέδιες επιγραφές που απέκλειαν τον βερεσέ:

«Ο βερεσές απέθανε κι έθαψε το δεφτέρι

Και διαθήκη άφησε με τον παρά στο χέρι¨.

Υπήρχε και επεξηγηματικό σχόλιο:

«Όλα τα είδη τοις μετρητοίς», «Βερεσές από αύριον»,

το οποίο αύριο δεν ερχόταν ποτέ, καθώς όταν ερχόταν ήταν πάντα σήμερα.

Αλλά οι έμποροι ήταν αναγκασμένοι να δεχθούν την πληρωμή με πίστωση, καθώς διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους.

Έτσι ο πελάτης έλεγε  ‘’γράφτα’’ και «γράφτα και κλάφτα», ήταν η γκρίνια του εμπόρου, που φοβόταν μήπως η συμφωνία αθετηθεί και δεν καταβληθεί το ποσόν.

Υπήρχε δυσπιστία και από τις δύο πλευρές.

Ο πελάτης φοβόταν το φούσκωμα του λογαριασμού είτε κατά το γράψιμο (συχνά δυσανάγνωστο) είτε κατά την άθροιση πριν την πληρωμή, γι’ αυτό και άφηνε απλήρωτο ένα μικρό υπόλοιπο.

Ο έμπορας από την άλλη πλευρά φοβόταν το «φέσι».

Άλλωστε δεν ήταν σπάνιες οι μετακομίσεις των οφειλετών

σε άλλες γειτονιές,

οι μεταθέσεις των υπαλλήλων,

οι πραγματικές ή οι προσχηματικές διενέξεις ώστε να βρεθεί αφορμή αποχώρησης και … μονομερούς διαγραφής του χρέους.

Σπάνια βέβαια συνέβαινε κάτι τέτοιο γιατί όλοι  ήταν μια γειτονιά, ο ένας ήξερε τον άλλον και ο μπακάλης την οικονομική κατάσταση του καθενός..

Ήξερε ποιόν έπρεπε να πιέσει για τα βερεσέδια και σε ποιον να δείξει κατανόηση..

Όπως και να έχει όμως σίγουρα θα συμφωνήσετε πως ήταν πιο όμορφες και πιο άμεσες οι σχέσεις των ανθρώπων

και πως ακόμα και αν γκρίνιαζε ο μπακάλης για τα βερεσέδια δεν γύριζε εύκολα την ‘’πλάτη’’ στον γείτονα .

Είναι σίγουρο ότι σήμερα κανείς νέος δεν ξέρει την ιστορία του βερεσέ, κι όσοι παλιότεροι την ξέρουν νοσταλγούν περισσότερο την αμεσότητα και την αλληλεγγύη που υπήρχε..

Σήμερα έχουμε σύγχρονα μπακαλοτέφτερα , πιστωτικές κάρτες τις λέμε με μια διαφορά, εδώ ο μπακάλης είναι η τράπεζα και δεν γνωρίζει από φιλανθρωπίες…

πηγή πληροφοριών: https://www.perfectreader.net/

Εμείς παρακάτω θα δούμε έναν σύνδεσμο με φωτογραφίες από τα ”μπακάλικα” της παιδικής μας ηλικίας και σε δεύτερο σύνδεσμο μια σκηνή από το έργο ”Μπακαλόγατος” που είναι χαρακτηριστικό δείγμα των ”Εδώδιμα και Αποικιακά”…

Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook

Comments are closed.