Ποιος είναι αυτός που είναι γεννημένος τη δεκαετία του ’70 και πίσω και δεν έχει αναμνήσεις από το Μπακάλικο της γειτονιάς.
Παρ’ ότι για την εποχή τους ήταν «Παντοπωλεία», δηλαδή πουλούσαν τα πάντα, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά σουπερμάρκετ.
Η εργασιακή πρακτική στα παλαιά παντοπωλεία, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πρακτική στα σούπερ μάρκετ ή στα μίνι μάρκετ ή και τα σύγχρονα «μπακάλικα».
Το ίδιο ίσχυε και για τα υγρά: 100 δράμια κρασί (το κατοσταράκι), 50 δράμια οινόπνευμα κ.ο.κ. (η οκά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό).
Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν σε σακιά (τσουβάλια) και το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα. Ο πελάτης έφερνε για να γεμίσει από το σπίτι το δικό του μπουκάλι.
Τα μπακάλικα προμηθεύονταν συνήθως τα βασικά τους προϊόντα, από χονδρέμπορους του λιμανιού.
Μια και την εποχή εκείνη ελάχιστα σπίτια είχαν τηλέφωνο, και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος στο κατάστημα για να ψωνίσει,
ο παντοπώλης έστελνε το παιδί στο σπίτι του, για να πάρει γραπτή την παραγγελία της ημέρας.
Κατόπιν συγκέντρωνε τα διάφορα είδη και τα έστελνε με το ίδιο παιδί στο σπίτι του πελάτη μέσα σε μια τεράστια ψάθινη σακούλα με τεράστιες επίσης λαβές, το «ζεμπίλι»,
που αποτελούσε και το σημειολογικό χαρακτηριστικό της όλης διαδικασίας, η οποία για ορισμένους πελάτες αποτελούσε καθημερινή πρακτική ή πάντως γινόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η προσωπικότητα λοιπόν του μπακάλη, η ταχύτητα διανομής της παραγγελίας με το ποδήλατο, έκαναν το μπακάλικο μοναδικό και αναντικατάστατο.
Οι μπακάληδες, ήταν πρόσωπα αξιοσέβαστα στον μικρόκοσμο της γειτονιάς.
Όχι γιατί είχαν σπουδές, κύρος ή έντονη προσωπικότητα, αλλά γιατί διέθεταν ένα κρυφό όπλο!
Το πιστωτικό εκείνο βιβλιαράκι που με το πρόχειρο μολύβι του αφτιού σημείωνε ο μπακάλης τα βερεσέδια ανεξαιρέτως κάθε οικογενειάρχη.
Τα βερεσέδια λοιπόν ήταν τα οφειλόμενα σε έμπορο από κατανάλωση με πίστωση.
Στις περιοχές όπου οι κάτοικοι καλλιεργούσαν καπνά, η εξόφληση των βερεσέδων γινόταν το φθινόπωρο που πουλούσαν στον έμπορο τα καπνά τους.
«Ο βερεσές απέθανε κι έθαψε το δεφτέρι
Και διαθήκη άφησε με τον παρά στο χέρι¨.
Υπήρχε και επεξηγηματικό σχόλιο:
«Όλα τα είδη τοις μετρητοίς», «Βερεσές από αύριον»,
το οποίο αύριο δεν ερχόταν ποτέ, καθώς όταν ερχόταν ήταν πάντα σήμερα.
Έτσι ο πελάτης έλεγε ‘’γράφτα’’ και «γράφτα και κλάφτα», ήταν η γκρίνια του εμπόρου, που φοβόταν μήπως η συμφωνία αθετηθεί και δεν καταβληθεί το ποσόν.
Ο πελάτης φοβόταν το φούσκωμα του λογαριασμού είτε κατά το γράψιμο (συχνά δυσανάγνωστο) είτε κατά την άθροιση πριν την πληρωμή, γι’ αυτό και άφηνε απλήρωτο ένα μικρό υπόλοιπο.
Άλλωστε δεν ήταν σπάνιες οι μετακομίσεις των οφειλετών
σε άλλες γειτονιές,
οι μεταθέσεις των υπαλλήλων,
οι πραγματικές ή οι προσχηματικές διενέξεις ώστε να βρεθεί αφορμή αποχώρησης και … μονομερούς διαγραφής του χρέους.
Σπάνια βέβαια συνέβαινε κάτι τέτοιο γιατί όλοι ήταν μια γειτονιά, ο ένας ήξερε τον άλλον και ο μπακάλης την οικονομική κατάσταση του καθενός..
Όπως και να έχει όμως σίγουρα θα συμφωνήσετε πως ήταν πιο όμορφες και πιο άμεσες οι σχέσεις των ανθρώπων
Είναι σίγουρο ότι σήμερα κανείς νέος δεν ξέρει την ιστορία του βερεσέ, κι όσοι παλιότεροι την ξέρουν νοσταλγούν περισσότερο την αμεσότητα και την αλληλεγγύη που υπήρχε..
πηγή πληροφοριών: https://www.perfectreader.net/
Εμείς παρακάτω θα δούμε έναν σύνδεσμο με φωτογραφίες από τα ”μπακάλικα” της παιδικής μας ηλικίας και σε δεύτερο σύνδεσμο μια σκηνή από το έργο ”Μπακαλόγατος” που είναι χαρακτηριστικό δείγμα των ”Εδώδιμα και Αποικιακά”…
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook