Η ζώη στην περιοχή αυτή άνθισε πριν ιδρυθεί η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο, το 315 π.Χ.
Συγκεκριμένα στο ακρωτήριο του Δήμου Καλαμαριάς (το Καραμπουρνάκι), οι αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός προϊστορικού οικισμού.
Ο οικισμός αυτός γνώρισε μεγάλη ακμή τον 5ο π.Χ. αιώνα, αφού από τα ευρήματα αποδεικνύεται η επικοινωνία του με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, την Αττική, την Ιωνία και τα νησιά του Αιγαίου
Το τοπονύμιο “Καλαμαριά” πρωτοεμφανίζεται το έτος 1083, σε έγγραφο της μονής Ξενοφώντας και αναφέρεται στη Νοτιοανατολική περιοχή της Θεσσαλονικής
Η ονομασία “Καλαμαριά” πιθανότητα προήλθε από παράφραση του όρου “Καλή μεριά” – ωραία μέρη, ωραίοι τόποι.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι σε πολλές αναφορές η Καλαμαριά περιγράφεται ως ο τόπος με την πλούσια βλάστηση, τους εύφορους αγρούς, την αφθονία καρπών, αμπελώνων και λουλουδιών.
Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το όνομα είναι παράγωγο των λέξεων “Σκάλα – μεριά”.
“Σκάλα” ήταν ο Βυζαντινός ναύσταθμος, που υπήρχε στην περιοχή του Μικρού Εμβόλου
Ο οικισμός των προσφύγων..
από την ελληνική ομογένεια στη Γεωργία και την Μικρά Ασία, που εγκατέλειψαν ή στάλθηκαν δια της βίας στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου..
Το 1920 έγιναν οι πρώτες εγκαταστάσεις πληθυσμών προσφύγων, από την Γεωργία.
Ωστόσο ο πραγματικά μαζικός εποικισμός έγινε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Συνολικά υπολογίζεται ότι μέχρι και 100.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, κυρίως στα προάστια.
Πολλοί από αυτούς, κυρίως Ποντιακής καταγωγής εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά.
Στην Προύσα σφάζονται αρνιά, στην Αρετσού κριάρια
και μέσα στην Ανατολή σφάζουν τα παληκάρια.»
Η Αρετσού ήταν καθαρά ελληνική παραλιακή κωμόπολη (η αρχαία Αρέθουσα, όπως πιστεύεται) που βρίσκεται στην είσοδο του Κόλπου του Ιζμίτ (Νικομήδεια), στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Ήταν λιμένας προσέγγισης των τουρκικών ατμοπλοίων “Μαχ-σουσέ” και υφίσταται σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής Χαϊντάρ Πασά – Βαγδάτης.
Μετά το άδοξο τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας ολοκληρώθηκε και ο διωγμός του ελληνικού πληθυσμού που εγκαταστάθηκε στη παραλιακή συνοικία Νέα Αρετσού, ΝΑ. της Θεσσαλονίκης.
Μέρος των Αρετσιανών εγκαταστάθηκε επίσης στην Νέα Ιωνία Βόλου καθώς και στην νεοϊδρυθείσα κοινότητα Αναβύσσου Αττικής.
Παραθαλάσσια πόλη στην ανατολική πλευρά της Προποντίδας, 40 χλμ περίπου από την Κωνσταντινούπολη, όπως πηγαίνει κανείς προς την Νικομήδεια (σημερινό Izmit).
Όπως μαρτυρούν και οι αρχαιότητες της περιοχής η Αρετσού κατοικήθηκε ανελλιπώς από τα αρχαία χρόνια και λόγω της γειτονίας της με την Κωνσταντινούπολη και λόγω της γεωγραφικής της θέσης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία και την ναυτιλία αλλά και την γεωργία.
Είχε τέσσερις ενορίες με αντίστοιχες εκκλησίες, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νικήτα, της Κοίμησης της Θεοτόκου και της Ανάληψης, αλλά και το ξακουστό αγίασμα του «Χριστού Σωτήρος».
Τα γράμματα άκμασαν στην Αρετσού. Υπήρχε μεγαλοπρεπές οκτατάξιο σχολείο και μοναδική βιβλιοθήκη στο οποίο μαθήτευσαν σπουδαίοι άνδρες της εποχής.
Άλλες οικογένειες αφού αποβιβάστηκαν στο Λαύριο «σκορπίστηκαν» στην Αθήνα και τον Πειραιά, ενώ λίγοι δημιούργησαν την Αρετσού Αναβύσσου Αττικής.
Από τους Αρετσιανούς πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν όλοι όσοι σχετίζονταν επαγγελματικά με τη θάλασσα, το 1924-1925 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Καλαμαριάς.
Εκεί κουρεύονταν οι πρόσφυγες με μια μηχανή όπως τα πρόβατα στη σειρά και περνούσαν ιατρική εξέταση.
Γι’ αυτό και οι ίδιοι αλλά και τα υπάρχοντά τους περνούσαν από κλίβανο.
Η κατεδάφιση των κτιρίων των απολυμαντηρίων έγινε το 1965. Από τότε μέχρι και σήμερα η περιοχή πήρε τελείως διαφορετική όψη.
Συνολικά εγκαταστάθηκαν στην Αρετσού 224 οικογένειες, όπως φαίνεται από τον αριθμό των οικοπέδων στην αποτύπωση της περιοχής από την Πρόνοια.
Οι δρόμοι της Αρετσούς, τουλάχιστον από το 1932, έφεραν ονόματα προσώπων που είχαν σχέση με την ίδρυση του συνοικισμού και την περίθαλψη των κατοίκων του, ή άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων.
Στην αρχή της οικοδόμησής του, ο συνοικισμός είχε περιορισμένη έκταση και περιελάμβανε, σε μια λασπώδη και αδιάβατη το χειμώνα περιοχή,
μιας και το έδαφος της είναι αργιλώδες, λίγες ομοιόμορφες ισόγειες κατοικίες, που είχαν έκταση μαζί με τον κήπο τους, 300 τ.μ.
Οι κάτοικοι υπέφεραν, βουτηγμένοι στη λάσπη και ανυπεράσπιστοι στις καιρικές συνθήκες.
Συγκοινωνία με τη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε, αν και η απόσταση ήταν μόλις είκοσι λεπτά περπάτημα.
Με την πάροδο του χρόνου οργανώθηκε, από Καλαμαριώτες αυτοκινητιστές, υποτυπώδης συγκοινωνιακή σύνδεση
με τρία τέσσερα ασθενοφόρα, από το ανατολικό άκρο της Θεσσαλονίκης (το Ντεπώ)
ως την Καλαμαριά και αργότερα ως την Αρετσού.
Όπως οι περισσότερες συνοικίες, είχε δική της εκκλησία, αφιερωμένη στον προστάτη των ναυτικών, Άγιο Νικόλαο, ομώνυμη με εκείνη στο Ρύσιο Μικράς Ασίας.
Οι Ρύσιοι, άλλωστε, ήταν ανέκαθεν φιλόθρησκοι και αυστηροί τηρητές των θρησκευτικών, οικογενειακών και κοινωνικών παραδόσεων.
Η ενορία του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε το 1926 και αγωνιζόταν να ικανοποιήσει τις ανάγκες της με τα πενιχρά έσοδά της.
Τη δεκαετία του 1970, η Αρετσού αποτελούσε πλέον ένα θαυμάσιο οικισμό, με τα ωραία του σπίτια
κρυμμένα στα δέντρα και στο πράσινο, με λιγοστές πολυκατοικίες, με μαγευτικά παραθαλάσσια εξοχικά κέντρα,
με μαρίνα ελλιμενισμού σκαφών και αποβάθρες, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, καλή ρυμοτομία, με μόνιμη και τακτική συγκοινωνία από και προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης ως την παραλία,
με κίνηση και ζωή, νυχτερινή διασκέδαση και χορούς στα κέντρα και, τέλος, με την εκκλησία και το επιβλητικό διώροφο σχολείο του.
Αποτελούσε μαγευτικό παραλιακό θέρετρο των Θεσσαλονικέων: ήταν πασίγνωστη για τα φρέσκα ψάρια της και τη θαλασσινή αύρα της.
Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook ή Την ομάδα μας στο Facebook